Τριάντα τέσσερα χρόνια μετά το έργο του Λουίτζι Πιραντέλο ” Έτσι είναι, εάν έτσι νομίζετε” (1916), στον απόηχο του οποίου δημιουργείται η έκφραση “είναι και φαίνεσθαι”, ως κοινωνικό σχόλιο και όχι μόνο, ο Ακίρα Κουροσάβα γυρίζει την ταινία “Ρασομόν” (1950), η οποία αφήνει ως παρακαταθήκη τον όρο “φαινόμενο Ρασομόν” που αφορά αντιφατικές καταθέσεις και ο οποίος παραμένει ως ένας εκλαϊκευμένος νομικός όρος κοι όχι μόνο. Η ταινία “Ρασομόν” κάνει γνωστό στην Ευρώπη τον Ιαπωνικό κινηματογράφο και βραβεύεται στο Φεστιβάλ της Βενετίας με το Χρυσό Λιοντάρι (1951) και την επόμενη χρονιά (1952) κερδίζει το Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας. Σήμερα θεωρείται σταθμός στην παγκόσμια κινηματογραφία και ο Κουροσάβα ένας χαρισματικός και πρωτοποριακός σκηνοθέτης του κινηματογράφου.
Προφανώς, η Σοφία Διονυσοπούλου μαγεύτηκε από την ταινία και θέλησε να δημιουργήσει τη θεατρική της εκδοχή με αρκετές όμως διαφορές και άλλο τέλος. Το έργο “Ρασόμον. Η εκδοχή της αλογόμυγας” αντλεί την έμπνευσή του από τρία διηγήματα του Ρυουνοσούκε Ακουταγκάβα (1892-1927), πατέρα της ιαπωνικής διηγηματογραφίας: “Ρασόμον”, “Στο σύσκιο με τα μπαμπού”, και “Βίας και πολιτεία ενός ηλίθιου”. Το έργο μας μεταφέρει στον 15ον αιώνα, έξω από την πύλη Ρασόμον που σημαίνει η “Πύλη της Κολάσεως”. Σε αυτήν την πύλη , όπου στοιβάζονται οι νεκροί από τον λοιμό, τρεις άνθρωποι και ένα πνεύμα, μέσω ενός μέντιουμ, καταθέτουν τη δική τους αλήθεια για ένα φόνο. Ένα δικαστικό αφήγημα στο οποίο οι θεατές παίζουν το ρόλο των. δικαστών και καλούνται να ανακαλύψουν την αλήθεια σχετικά με το έγκλημα. Οι καταθέσεις των τριών εμπλεκομένων μαρτύρων – αυτή του ληστή, του Σαμουράι (ως πνεύμα),της βιασθείσας συζύγου του Σαμουράι και ενός αυτόπτη μάρτυρα, του ξυλοκόπου- προερχόμενοι όλοι από τελείως διαφορετικά κοινωνικά στρώματα, δημιουργούν τέσσερις τελείως διαφορετικές εκδοχές για το ίδιο γεγονός. Και στις τέσσερις μαρτυρίες υπεισέρχεται το ψέμα είτε για να αποκρύψει τις εφιαλτικές μνήμες, είτε για να τονώσει την τιμή ή την ανδρεία του ομιλούντος. Όλοι οι εμπλεκόμενοι διεκδικούν την ενοχή στο φόνο ακόμη και ο δολοφονημένος: Η βιασθείσα σύζυγος σκοτώνει τον άνδρα της γιατί την περιφρονεί μετά το βιασμό από τον ληστή, το πνεύμα του Σαμουράι ομολογεί ότι αυτοκτόνησε για λόγους τιμής και ο ληστής ότι ως γενναιότερος σκοτώνει τον Σαμουράι στη μονομαχία. Ο δε αυτόπτης μάρτυρας, αρχικά, καταθέτει ότι βρήκε το πτώμα του Σαμουράι μέσα στα μπαμπού, ενώ στην τελική του μαρτυρία καταθέτει ότι παρακολούθησε την συμπλοκή του Σαμουράι με τον ληστή και τονίζει ότι το όπλο του φόνου ήταν ένα στιλέτο.
Η Σοφία Διονυσοπούλου προσθέτει στον τίτλο του έργου της την επεξήγηση “Η εκδοχή της αλογόμυγας” γιατί το έντομο είναι “προικισμένο” με μια πολυπρυσματική όραση. Αυτή η εκδοχή δεν προσθέτει κάποιο επιπλέον πλεονέκτημα στην πλοκή του έργου, απλώς ενδυναμώνει την άποψη των πολλαπλών “προσωπείων” της αλήθειας. Ο κάθε εμπλεκόμενος με το φόνο καταθέτει τη δική του αλήθεια, από τη δική του οπτική γωνία. Η αντικειμενική αλήθεια παρουσιάζεται ως κάτι το ακατόρθωτο. Η αλήθεια είναι σχετική και υποκειμενική γιατί εμπλέκονται διαφορετικά κίνητρα και συμφέροντα. Σε αυτό το αινιγματικό έργο, η πραγματική αλήθεια δεν αποκαλύπτεται ποτέ. Πλανάται η βεβαιότητα ότι δεν υπάρχει μια και μοναδική αλήθεια. “Οι αλήθειες” αναδύονται μέσα από τις διαφορετικές θεάσεις, αφηγήσεις και τεχνικές διαστρέβλωσης που αντανακλούν το ποιόν και τον εσωτερικό κόσμο του ομιλούντος.
Η Σοφία Διονυσοπούλου έγραψε ένα ενδιαφέρον έργο δίνοντας όλη τη βαρύτητα στη συγγραφή του και αμέλεισε το σκηνοθετικό κομμάτι. Το έργο από τη φύση του απαιτεί ο θεατής να είναι σε διαρκή εγρήγορση για να παρακολουθειι τις διαρκείς διακυμάνσεις και εναλλαγές της δράσης η οποία είναι μόνο λεκτική (αφήγηση γεγονότων) και για να μπορέσει να κατανοήσει την πολυπλοκότητα των καταθέσεων. Δυστυχώς η σκηνοθεσία της Διονυσοπούλου δεν μπόρεσε να διαχειριστεί όλο αυτό το εγχείρημα. Η σκηνοθετική της άποψη ήταν πολύ αδύναμη και παρέμεινε αβοήθητη από τους συντελεστές της παράστασης. Χωρίς την κατάλληλη υποστήριξη από ένα υποτυπώδες σκηνικό (Μπιάνκα Νικολαρεϊζη) και με τον αδύναμο έως ανύπαρκτο φωτισμό (Παναγιώτης Μανούσης) για να δημιουργηθούν οι κατάλληλες ατμόσφαιρες. Ο Κουροσάβα, στην ασπρόμαυρη ταινία του, μεγαλούργησε με τις φωτοσκιάσεις που σχολίαζαν την υποκειμενικότητα της αλήθειας. Και βέβαια η χωρίς ταυτότητα μουσική επιμέλεια (Μαρίνα Μέντζου) δεν έδωσε καμία ιδιαίτερη πινελιά στο έργο.
Ευτυχώς, οι τρείς πολύ καλοί ηθοποιοί, ο Ανδρέας Αντωνιάδης (ληστής), ο Αντώνης Γκρίτσης (ξυλοκόπος) και η Δέσποινα Σαραφίδου (βιασθείσα σύζυγος) υπηρέτησαν τους ρόλους τους με όλες τις υποκριτικές τους δυνάμεις, τους οποίους μάλλον η σκηνοθέτης δεν είχε την δέουσα ικανότητα για να καθαδηγήσει.