Το θεατρικό έργο του Αμερικανού συγγραφέα Ρόμπερτ Χάρλινγκ (Robert Harling III) με τίτλο “Ανθισμένες Μανόλιες” (Steel Magnolias) σκηνοθετεί ο Κωνσταντίνος Κυριακού. Γράφτηκε το 1987 και παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο WPA Theatre της Νέας Υόρκης την ίδια χρονιά, ενώ το 1989 έγινε ταινία η οποία χάρισε στην Julia Roberts (που έπαιζε τη Shelby) μια υποψηφιότητα για το Όσκαρ δεύτερου γυναικείου ρόλου. Οι γυναικείοι χαρακτήρες περιγράφονται από το συγγραφέα, δικαιολογώντας τον τίτλο του κειμένου του, ως “ευαίσθητες σαν μία μανόλια, αλλά και σκληρές σαν ατσάλι”. Το έγραψε ορμώμενος από την ιστορία της αδερφής του Susan Harling-Robinson, η οποία το 1985 απεβίωσε από επιπλοκές του διαβήτη από τον οποίο έπασχε, έχοντας μόλις γεννήσει το γιο της και μετά από μία αποτυχημένη μεταμόσχευση νεφρού. Παρουσιάστηκε το καλοκαίρι του 2021 στην όμορφη και φιλόξενη αυλή του Θεάτρου Χυτήριο, ενώ ανέβηκε στη Θεσσαλονίκη για ένα τριήμερο μεταξύ 15 και 17 Οκτωβρίου στο Θέατρο Αμαλία με ιδιαίτερη επιτυχία. Η ιστορία διαδραματίζεται στο κομμωτήριο της Τρούντι σε μία μικρή πόλη της Λουιζιάνα και αφορά έξι διαφορετικές (σε ηλικία, αλλά και νοοτροπία) γυναίκες, που συναντιούνται, λένε τα νέα τους, σχολιάζουν την επικαιρότητα, τσακώνονται, αλλά και στέκονται πάντα η μία στο πλευρό της άλλης στις όποιες δύσκολες στιγμές. Η Σέλμπι, η οποία πάσχει από διαβήτη, παντρεύεται και ετοιμάζεται για το μεγάλο βήμα της ζωής της, η μητέρα της, πιο συντηρητική, την προετοιμάζει με το δικό της τρόπο για το τι θα ακολουθήσει, αλλά της αρέσει να διαφωνεί μαζί της για (σχεδόν) όλα, η Κλαιρ είναι η πρώην κυρία Δημάρχου, μια πλούσια και ανεξάρτητη γυναίκα που απολαμβάνει τη ζωή της, η Ουίζερ είναι η παλαβή γειτόνισσα που συνέχεια γκρινιάζει και φωνάζει, αλλά έχει στο βάθος μια χρυσή καρδιά και η Ανέλ η καινούργια βοηθός στο κομμωτήριο, μια ντροπαλή και κλειστή κοπέλα νεοφερμένη στην πόλη. Όλες αυτές μαζεύονται στο κομμωτήριο της Τρούντι, που είναι πέρα από κομμώτρια ο πυρήνας της παρέας, ενώ δεν παραλείπει να γίνεται και η εξομολόγος τους. Ένα έργο για τη φιλία, την ανθρωπιά, την ευαισθησία, την απώλεια, την οικογένεια, αλλά και τη δυναμική των ανθρώπινων σχέσεων.
Ακολούθησα την παράσταση στη Θεσσαλονίκη και έζησα όλη την αγωνία του στησίματος μιας παράστασης σε έναν καινούργιο χώρο, την αντιμετώπιση των προβλημάτων που μπορεί να προκύψουν, το άγχος της πρεμιέρας, αλλά και το ζεστό και παρατεταμένο χειροκρότημα στο τέλος. Μπαίνοντας στο συμπαθέστατο Θέατρο Αμαλία σε κερδίζει αμέσως η μεγάλη κινηματογραφική μηχανή λήψης στο “μπαλκόνι” του εξώστη συντηρημένη και σε εξαιρετική κατάσταση, αλλά και η καλαίσθητη γωνία με τις αφισέτες παλαιών παραστάσεων με αξέχαστους πρωταγωνιστές στη σκάλα προς την είσοδο της πλατείας. Κοιτάς, απολαμβάνεις και αφήνεις το νου να περιπλανηθεί στις θεατρικές αναμνήσεις. Οι ηθοποιοί της παράστασης, ο σκηνοθέτης τους, αλλά και το τεχνικό team που τους υποστηρίζει έχουν μαζευτεί στο φουαγιέ του θεάτρου από νωρίς το μεσημέρι. Όλοι με ένα χαμόγελο, αλλά και μια αγωνία στο βλέμμα για να έχει την καλύτερη δυνατή τύχη το “παιδί” τους, η βραδινή παράσταση. Κάποιες γρήγορες συνεντεύξεις στην κάμερα και σε δημοσιογράφους που ήλθαν για να την καλύψουν στα μέσα τα οποία εργάζονται, θα αποτελέσουν το καλύτερο υλικό για την επικοινωνία της με το κοινό της Θεσσαλονίκης και ένα πρόσθετο κίνητρο για να την εμπιστευτεί και να έλθει για να την παρακολουθήσει. Το σκηνικό στήνεται, η μουσική είναι έτοιμη να παίξει, ο φωτιστής είναι στο πόστο του για να στήσει τις εικόνες και να διορθώσει τυχόν λάθη, ένας άνθρωπος από το θέατρο πάντα παρών για οτιδήποτε απρόοπτο τύχει και οι ηθοποιοί είναι πλέον έτοιμες για ένα αρκετά λεπτομερές τεχνικό πέρασμα, υπό το άγρυπνο βλέμμα του σκηνοθέτη τους. Όχι για να θυμηθούν τα λόγια, αλλά για να δουν τις ιδιαιτερότητες της σκηνής, να συνηθίσουν τις διαστάσεις της, να εξοικειωθούν με αυτήν και να βρουν τις θέσεις και τα πατήματά τους. Οι μικρές διακοπές είναι μέσα στο πρόγραμμα, οι ερωτήσεις βρίσκουν τις απαντήσεις τους, οι λεπτομέρειες ρυθμίζονται και το έργο αρχίζει να ζωντανεύει στη σκηνή. Μετά από ένα γεμάτο δίωρο, η κούραση είναι εμφανής, αλλά βαδίζει χέρι-χέρι με μια πρώτη (μικρή) ικανοποίηση και ανακούφιση. Τα νέα της καλής προπώλησης από το ταμείο, κάνουν πιο έντονη την προσμονή της πρεμιέρας, αλλά μεγαλώνουν και την αγωνία γι’ αυτήν. Το τηλέφωνο δεν παύει να χτυπάει για κρατήσεις και πληροφορίες και αυτό είναι για όλους ένα θετικό μήνυμα. Λίγη ξεκούραση είναι φυσικά απαραίτητη (για να μην πω επιβεβλημένη) για όλους για την επάνοδο στο χώρο το βράδυ.
Γύρω στις 8 τα φώτα του θεάτρου έχουν ανάψει, επικρατεί ένας δημιουργικός αναβρασμός και είναι όλοι στη θέση τους. Η υπεύθυνη επικοινωνίας της παράστασης στην πόρτα, έτοιμη να υποδεχθεί με το χαμόγελο κοινό και καλεσμένους, γνωστούς και φίλους, οι άνθρωποι του θεάτρου σε πλήρη εγρήγορση για να αντιμετωπίσουν τυχόν προβλήματα, οι ηθοποιοί στα καμαρίνια τους να ντύνονται και να προβάρουν στα γρήγορα λόγια και εικόνες από το έργο και ο σκηνοθέτης με τους τεχνικούς να ρυθμίζουν τις τελευταίες λεπτομέρειες που θα εγγυηθούν την αρτιότητα της θέασης. Ο κόσμος αρχίζει να φθάνει, να επιδεικνύει τα απαραίτητα πιστοποιητικά για την είσοδό του στο θέατρο και να πιάνει μια ψιλοκουβέντα για το τι περιμένει να δει. Δημοσιογράφοι των μέσων ενημέρωσης της Θεσσαλονίκης είναι εκεί για να παρακολουθήσουν και να καταγράψουν τις εντυπώσεις τους, είτε έντυπα, είτε διαδικτυακά. Οι πόρτες ανοίγουν, το κοινό βρίσκει τις θέσεις του και κάθεται για να παρακολουθήσει θέατρο, που τόσο έλειψε σε όλους μας στην εποχή της καραντίνας και της απομόνωσης. Άλλοι είναι με ρούχα casual, καθημερινά, νιώθοντας το θέατρο σπίτι τους, ενώ κάποιοι άλλοι έχουν φορέσει τα καλά τους, καθώς είναι μια καλή ευκαιρία να βγουν και να νιώσουν όμορφα. Τα κουδούνια χτυπούν, οι τελευταίοι θεατές κάθονται και η παράσταση αρχίζει. Η Τρούντι (Κατερίνα Μπιλάλη) χαμογελαστή και αστραφτερή είναι στην υποδοχή του σκηνικού-κομμωτηρίου, δοκιμάζοντας την ντροπαλή Ανέλ για να διαπιστώσει αν της κάνει για βοηθός. Σε λίγο θα μπουν με τη σειρά τους στο κομμωτήριο και οι υπόλοιποι γυναικείοι χαρακτήρες του έργου και η σκηνή θα γεμίσει από όμορφες, γλυκές παρουσίες. Η Τρούντι άνετη, φιλόξενη, γλυκιά, οικεία, κινείται στο χώρο της και έχει μια καλή κουβέντα για όλες. Η Ανέλ (Εύη Δαέλη) γίνεται σιγά σιγά μέρος της ομάδας, ξεψαρώνει (όπως θα λέγαμε), χωρίς όμως να χάνει την έμφυτη συστολή της. Η εκθαμβωτική Σέλμπι (Κρίστη Παπαδοπούλου) γίνεται μια ροζ οπτασία που γεμίζει τη σκηνή, ευαίσθητη, αλλά και αποφασισμένη να ζήσει και να απολαύσει τις χαρές της ζωής και του γάμου της παρά την αρρώστια της. Η Έμλιν (Άννα Αδριανού) είναι μια λίγο γκρινιάρα μητέρα, που λατρεύει να διαφωνεί με την κόρη της, αλλά και τόσο τρυφερή που δε διστάζει να δώσει το νεφρό της για να της δώσει ζωή. Έμπειρη στο σανίδι, ερμηνεύει σπαρακτικά στο τέλος.Η Κλαιρ (Βάσω Γουλιελμάκη) είναι η πρώην κυρία Δημάρχου, μια κομψή, μπριόζα γυναίκα που ντύνεται ίσως λίγο υπερβολικά και φανταχτερά, αλλά μπορεί οποιαδήποτε στιγμή να δώσει τα πάντα για τις φίλες της. Προσωπική μου άποψη είναι ότι αυτό που είδα ήταν από τις καλύτερες και πιο μεστές ερμηνείες της στο θέατρο. Τέλος, η ορμητική και φωνακλού Ουίζερ (Ηρώ Μουκίου) γκρινιάζει με όλους και για όλα, αλλά όταν χαμηλώνει τους τόνους αποκαλύπτει μια ευαίσθητη και αισθαντική γυναίκα, αξιοποιώντας όλη την γκάμα των εκφραστικών της μέσων. Ο Κωνσταντίνος Κυριακού έστησε μια σχεδόν δίωρη παράσταση που είχε ρυθμό, ωραίες ερμηνείες, ένταση, αλλά και συναίσθημα, με το χειροκρότημα να είναι δυνατό, παρατεταμένο και να μοιάζει λυτρωτικό τόσο για τις ηρωίδες που υποδύθηκαν οι ηθοποιοί, όσο και για τους θεατές που συγκινήθηκαν, γέλασαν, δάκρυσαν και ένιωσαν να γίνονται μέρος των περιπετειών των έξι κυριών στη σκηνή του Θεάτρου Αμαλία. Στο δεύτερο (από τα συνολικά τέσσερα, που γενναιόδωρα χάρισε το κοινό στις ηθοποιούς) ανέβηκε στη σκηνή και ο σκηνοθέτης για να ευχαριστήσουν από κοινού όλους αυτούς και όλες αυτές που έσπευσαν να τους δουν και να τους απολαύσουν.
Όταν τα φώτα έσβησαν και η σκηνή σιγά σιγά άδειασε ήταν πολύ ενδιαφέρον να παρακολουθώ τις κουβέντες, τα χαμόγελα, αλλά και τις αντιδράσεις στα πρόσωπα των θεατρόφιλων που έβγαιναν από την πλατεία ή τον εξώστη, είτε για να επιστρέψουν στο σπίτι τους, είτε για να συνεχίσουν τη βραδιά τους, είτε για να συγχαρούν στο φουαγιέ τους συντελεστές για την προσπάθειά τους. Λίγο αργότερα με την ένταση της βραδιάς να καταλαγιάζει αργά αλλά σταθερά, η συνέχεια δόθηκε σε παρακείμενη ταβέρνα με κρασάκι και μεζεδάκια να συνοδεύουν όλους αυτούς που κοπίασαν για το πολύ καλό τελικό αποτέλεσμα και κάποιους φίλους να τους συνοδεύουν και να χαίρονται με τη χαρά και το χαμόγελό τους. Το βράδυ της Κυριακής βρήκε το θέατρο κατάμεστο από κόσμο και την παραγωγή (σε συνεννόηση με τους υπεύθυνους του θεάτρου) να δίνει, απόλυτα δικαιολογημένα, διήμερη παράταση για το Σαββατοκύριακο 30 και 31 Οκτωβρίου, ώστε να δοθεί η ευκαιρία σε περισσότερους θεατές να παρακολουθήσουν την παράσταση. Ο επόμενος μήνας θα βρει το θίασο να φιλοξενείται για τη χειμερινή σεζόν στο Θέατρο Alhambra.