Το έργο της Καναδής θεατρικής συγγραφέα Μισέλ Ριμλ (Michele Riml) με τίτλο “Sexy Laundry” σκηνοθετεί ο Σπύρος Παπαδόπουλος στο Θέατρο Κάππα. Το έργο παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Vancouver Fringe το 2002, ενώ οι πρώτες του παραστάσεις ήταν στο Belfry Theatre της Βικτόρια (British Columbia) την περίοδο 2004-2005, με την αμερικάνικη πρεμιέρα του έργου να γίνεται το 2008 στο Hayworth Theatre του Los Angeles. Εκδόθηκε για πρώτη φορά το 2009. Ένα ζευγάρι μετά από 25 χρόνια γάμου προσπαθεί να σώσει τη σχέση του από τη φθορά του χρόνου και κλείνει ένα δωμάτιο σε ένα ακριβό ξενοδοχείο για ένα Σαββατοκύριακο. Τρία παιδιά, κάποια περιττά κιλά που αποκτήθηκαν στην πορεία, γκρίνια, ανασφάλεια, ελάχιστη προσωπική ζωή και η ολοένα και πιο πτωτική συχνότητα της σεξουαλικής επαφής μεταξύ τους, αναμετρώνται με την αγάπη και τη στοργή που έχει αναπτυχθεί όλα αυτά τα χρόνια. Μπορεί άραγε να σωθεί μια σχέση που έχει πλέον αρκετές δυσκολίες ή έχει φτάσει σε αδιέξοδο και κινδυνεύει να πέσει στα βράχια; Μία πολυτελής διαμονή σε ένα ακριβό ξενοδοχείο με σαμπάνια και spa και οι οδηγίες ενός οδηγού “Σεξ για Αρχάριους” μπορούν να βοηθήσουν την κατάσταση, ή οι προσπάθειες είναι καταδικασμένες να αποτύχουν; Προσπαθούν να συνειδητοποιήσουν πως χάθηκε σιγά σιγά το πάθος και ο έρωτας της αρχικής σχέσης και αντικαταστάθηκαν από την απομάκρυνση και το ξεθώριασμα όλων αυτών που τους ένωναν. Βγάζουν πικρία και κάποια άπλυτα στη φόρα, τσακώνονται, ανταλλάσσουν κατηγορίες και προσβολές, αλλά δε σπάνε τους αρμούς μεταξύ τους, καθώς τα εναπομείναντα συναισθήματα δείχνουν ακόμα δυνατά, ώστε να αντέξουν και να απορροφήσουν τους έντονους κλυδωνισμούς. Κοντά σε αυτά αποκαλύπτουν και κάποιες ερωτικές τους φαντασιώσεις σε μια προσπάθεια να επαναπροσδιορίσουν τους εαυτούς τους και τη μεταξύ τους κατάσταση. Η μετάφραση της Νικολέτας Κοτσαηλίδουστρωτή, συνεπής, σε απλή και κατανοητή γλώσσα κατάφερε να διατηρήσει ατόφια την ατμόσφαιρα μιας γλυκόπικρης αισθηματικής κομεντί, αλλά και την ουσία της.
Ο Σπύρος Παπαδόπουλος ανέλαβε τη σκηνοθετική επιμέλεια του εγχειρήματος, δίνοντας έμφαση στο χιούμορ του κειμένου και προσπαθώντας να διατηρήσει σε όλη τη διάρκειά του μια feelgood αίσθηση που το διατρέχει. Στα πλαίσια της τελευταίας απάλυνε κάπως την ένταση και την οξύτητα των συγκρούσεων του ζευγαριού, οι οποίες όμως έτσι έχασαν μέρος του λόγου ύπαρξής τους, καθώς δεν έμοιαζαν πειστικές και η άμεση ανατροπή του αρνητισμού που εξέπεμπαν από μια πιο “ελαφριά” και συμβιβαστική σκηνή, έμοιαζε προβλέψιμη και αναπόφευκτη. Παρόμοια ήταν και η προσέγγισή του στο βαθύτερο ψυχισμό του άντρα και της γυναίκας και στις όποιες καταπιεστικές συμπεριφορές υπέστησαν ο ένας από τον άλλο στα 25 χρόνια της συμβίωσής τους. Ο θεατής βλέπει τα προβλήματα, τα αντιλαμβάνεται και μόλις προσπαθεί να κατανοήσει τα αίτιά τους και να τα προσαρμόσει στη δική του πραγματικότητα, η προβληματική τους έχει χαθεί από τη σκηνή και η ροή του έργου έχει προχωρήσει σε κάτι πιο ανάλαφρο και χαριτωμένο. Το χιούμορ είναι πανταχού παρόν και συχνά το γέλιο (ή έστω το χαμόγελο) βγαίνει αβίαστα και αυθόρμητα, καθώς σε αρκετές ατάκες ή σκηνές μπορούμε να αναγνωρίσουμε τον εαυτό μας ή μέρος της ψυχοσύνθεσής μας. Πέρα από το αναμφισβήτητο ατομικό ταλέντο των δύο πρωταγωνιστών η σκηνική τους χημεία είναι ιδιαίτερα πετυχημένη, φέρνοντας συχνά σε δεύτερη μοίρα τις όποιες ατέλειες του κειμένου. Οι μελό στιγμές υπάρχουν, αλλά είναι σε μικρές δόσεις και μάλλον συγκινούν, παρά ενοχλούν. Ο στόχος ενός ευχάριστου θεατρικού απογεύματος (ή βραδιού) επιτυγχάνεται σε μεγάλο βαθμό, έστω και αν λείπει ένα δεύτερο πιο διεισδυτικό επίπεδο στην παράσταση.
Ο σκηνοθέτης κρατά το ρόλο του Λάρυ και τον οδηγεί σε γνώριμά του ερμηνευτικά μονοπάτια, δημιουργώντας ένα λίγο αδέξιο, αλλά συμπαθή τύπο άντρα, γκρινιάρη, αλλά και τρυφερό σύντροφο, στον οποίο όλοι θα μπορέσουν να αναγνωρίσουν (κάποιες έστω) ομοιότητες. Οι κωμικές του στιγμές βγαίνουν αβίαστα, οι πιο σοβαρές έχουν αρμονία λόγου και κίνησης, ενώ συνολικά καταφέρνει και δημιουργεί μια γνήσια συμπάθεια για το χαρακτήρα που υποδύεται, επικοινωνώντας επιτυχημένα κάποιες ιδιαιτερότητές του τόσο στην αντρική, όσο και στη γυναικεία ψυχοσύνθεση. Η Δάφνη Λαμπρόγιαννη είναι η Άλις μια γυναίκα στο μεταίχμιο της μέσης ηλικίας που προσπαθεί να παλέψει με τις ανασφάλειες και τα αδιέξοδά της. Η ερμηνευτική της γκάμα της επιτρέπει να εκφράζεται στη σκηνή με άνεση και πληρότητα τόσο στην υστερία της (στην οποία αποφεύγει έξυπνα τους πολύ υψηλούς φωνητικούς τόνους), όσο και στην οργή, τα κωμικά της ξεσπάσματα, αλλά και τις ιδιαίτερες στιγμές εσωτερικής ευαισθησίας που κρύβει μέσα της η ηρωίδα. Το ερμηνευτικό ντουέτο απέφυγε τις υπερβολές, κράτησε το μέτρο και με ελάχιστες εξαιρέσεις συμπλήρωναν ο ένας τον άλλο.
Το σκηνικό της Ηλένιας Δουλαδίρη απλώθηκε έξυπνα στο διαθέσιμο χώρο και ήταν απόλυτα πειστικό στην αναπαράσταση ενός καλαίσθητου δωματίου ενός boutique ξενοδοχείου, όπου οι δύο πρωταγωνιστές προσπαθούν να αναβιώσουν το ειδύλλιό τους. Τα κοστούμια της ίδιας έδωσαν το στίγμα ενός ζευγαριού, το οποίο έχει άνεση χρημάτων, αλλά και διαφορετικές στυλιστικές επιλογές. Η μουσική επιμέλεια του Ιάκωβου Δρόσου είχε ποικιλία και αποτέλεσε ευχάριστο διάλειμμα στη ροή του λόγου των ηθοποιών και έδεσε αρμονικά με αυτόν. Χωρίς προβλήματα ο σχεδιασμός των φωτισμών από τον Χρήστο Τζιόγκα.
Συμπερασματικά, στη σκηνή του Θεάτρου Κάππα, παρακολούθησα μια ρομαντική κομεντί με αρκετά προβλέψιμη ροή, αλλά με έμφαση στο κωμικό στοιχείο, με στόχο να ειπωθεί μια ιστορία ενός ζευγαριού με εμφανή τα σημάδια κόπωσης από το γάμο τους, αλλά με δεσμούς ακόμα ισχυρούς μεταξύ τους. Η σκηνοθετική προσέγγιση είναι ανάλαφρη, αποφεύγει να εμβαθύνει στα πιο σκοτεινά σημεία της ψυχοσύνθεσης του ζευγαριού, αλλά επενδύει στην πολύ καλή χημεία των πρωταγωνιστών στη σκηνή και καταφέρνει να την επικοινωνήσει στο κοινό, χαρίζοντάς του τελικά ένα εύπεπτο μεν, ευχάριστο δε, θεατρικό βράδυ.