Την παράσταση “THE SHOW – Πόσο θ’ αντέξουν;” σκηνοθετεί στο χώρο του Μπάγκειου ο Παντελής Δεντάκης. Ένα κείμενο της Κατερίνας Παπαναστασάτου που αποτελεί μια προσωπική προσέγγιση στο κείμενο του Αμερικανού Horace Stanley McCoy “Σκοτώνουν τ’ άλογα όταν γεράσουν” (They Shoot Horses, Don’t They) του 1935. Ένας μαραθώνιος χορού ξεκινά με 142 ζευγάρια να συμμετέχουν, σε ζωντανή 24ωρη τηλεοπτική μετάδοση και θα είναι μέχρι τελικής πτώσεως. Τους προσφέρονται 7 γεύματα καθημερινά (κύρια και δευτερεύοντα), ενώ το ζευγάρι που θα νικήσει θα πάρει 12000 ευρώ σαν επιβράβευση. Στη σκηνή βλέπουμε τέσσερα από τα ζευγάρια, τη Γκλόρια και το Ρόμπερτ, το Μάριο και την Τζάκι, τον Τζο και τη Ρούμπυ, την Άλις και τον Τζούλιαν, ανθρώπους με διαφορετικό παρόν και παρελθόν, με τον καθένα από αυτούς να θέλει να κερδίσει για τους δικούς του λόγους. Ο Mr Killer παίζει μουσική και ένας παρουσιαστής συντονίζει τα ζευγάρια, τους δίνει οδηγίες, τα καλεί σε ιδιαίτερες δοκιμασίες, τους επιτρέπει μικρά, σχεδόν ασήμαντα διαλείμματα. Στόχος η τηλεθέαση και η προσέλκυση χορηγών, χωρίς να υπολογίζεται καθόλου η ανθρώπινη υπόσταση των συμμετεχόντων. Ο παρουσιαστής σκληρός, αμείλικτος, χωρίς διάθεση για δεύτερη ευκαιρία, σαρκαστικός μέχρι χυδαιότητας, μετατρέπει την ψυχαγωγία σε εμπόρευμα και χειραγωγεί ανελέητα τους συμμετέχοντες. Τους υπόσχεται ιατρική και νοσηλευτική υποστήριξη, αλλά τελικά το μόνο που κάνει είναι να επιτείνει τη διαπόμπευσή τους. Όσο οι άνθρωποι πλησιάζουν στα όριά τους, τόσο σκληρότερος και πιο αδηφάγος γίνεται ο ανταγωνισμός. Αυτοί που αντέχουν και συνεχίζουν γίνονται όλο και λιγότεροι, χάνοντας όσο περνούν οι ώρες και τα τελευταία ίχνη της αξιοπρέπειάς τους.
Ο Παντελής Δεντάκης σκηνοθετεί την παράσταση προτάσσοντας ένα γρήγορο, σχεδόν καταιγιστικό ρυθμό και μια κυνικά κριτική ματιά στη σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης. Τα φανταχτερά ρούχα, οι κορώνες ευγένειας και ο πολυτελής διάκοσμος γρήγορα παύουν να αποτελούν το επίκεντρο της προσοχής του θεατή, όσο γνωρίζει τους χαρακτήρες που συμμετέχουν, εξοικειώνεται μαζί τους και τους παρακολουθεί να ξετυλίγουν με αυξανόμενη ένταση τη σκοτεινή τους πλευρά. Ο ρυθμός ανεβαίνει, οι αντοχές αρχίζουν και μειώνονται και ο χορός πλέον γίνεται όλο και λιγότερο το ζητούμενο. Άλλωστε, γίνεται όλο και πιο φανερό, ότι μάλλον δεν υπήρξε ποτέ ως ζητούμενο, αλλά μια αρκούντως έξυπνη αφορμή για τον διασυρμό των συμμετεχόντων που θα έφερνε την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη τηλεθέαση. Οι μεταξύ τους συγκρούσεις γίνονται συνεχώς οξύτερες και ωμότερες, αγγίζοντας τα όρια του κανιβαλισμού, τον οποίο ενθαρρύνει ο παρουσιαστής, είτε με λεκτικές παροτρύνσεις, είτε με ασήμαντα δωράκια. Δε γίνεται καμία προσπάθεια εξωραϊσμού της κατάστασης, αυτή δίνεται στο κοινό χωρίς καν περιτύλιγμα, χειραγωγώντας το εμφανώς και καταστώντας το παθητικό κοινωνό των διαδραματιζόμενων στη σκηνή, με πλήρη απουσία συναισθήματος ή έστω ενσυναίσθησης, ενίοτε σε βαθμό υπερβολής. Κάποιες επαναλήψεις δεν αποφεύγονται, αλλά είναι ίσως αναπόφευκτες, καθώς οι ίδιες οι διαδικασίες του σόου έχουν επαναληπτικότητα, χωρίς όμως να χαθεί η επικοινωνία της παράστασης με το θεατή ούτε στο παραμικρό. Το video των πρώτων χορηγών του σόου, πλατειάζει λίγο, αλλά μόλις το έργο επανέρχεται στην κανονική του ροή αποκαθίσταται πλήρως η ισορροπία. Ο κάθε χαρακτήρας πλάθεται προσεκτικά με βάση συνήθως το παρελθόν του με όλους να έχουν ως κοινό σημείο την επιθυμία τους να αντέξουν και να κερδίσουν. Τα βλέμματα, οι εκφράσεις, η κίνηση των ηρώων αλλάζουν συνέχεια και την αρχική χαρίεσσα διάθεση διαδέχεται η ένταση, το άγχος, η αγωνία και η απελπισία. Η κοινωνική καταγγελία είναι παρούσα, τροφοδοτώντας διαρκώς τις αισθήσεις του θεατή και προσπαθώντας έμμεσα να κινητοποιήσει τη σκέψη και την αντίδρασή του.
Ο Στέλιος Δημόπουλος αναλαμβάνει το ρόλο του παρουσιαστή, ο οποίος στην εξέλιξη της παράστασης γίνεται ολοένα και πιο κυνικός, χειριστικός, αδυσώπητος, μαστιγώνοντας με τα λόγια του τους διαγωνιζόμενους. Εξελίσσεται σε μία ολοένα και πιο γκροτέσκα φιγούρα, χωρίς ηθικούς φραγμούς, χωρίς αναστολές, φλερτάροντας με το σαδισμό και την υπερβολή, κλείνοντας το μάτι στα καλά κρυμμένα άγρια ένστικτα του θεατή και προκαλώντας τον να συμμετέχει με τον τρόπο του στην αρένα. Όλα αυτά χωρίς ούτε στιγμή να γίνει καρικατούρα, με σχεδόν πλήρη έλεγχο των εκφραστικών του μέσων και αρμονία λόγου και κίνησης. Ο Λεωνίδας Αργυρόπουλος, η Ελένη Δαφνή, ο Μάνθος Καλαντζής, ο Δημήτρης Κολλιός, η Βάσια Λακουμέντα, η Κατερίνα Λούβαρη-Φασόη, ο Γιώργος Μπουφίδης και η Μαργαρίτα Σάββα είναι τα τέσσερα ζευγάρια που χορεύουν μέχρι τελικής πτώσης στο διαγωνισμό που εκτυλίσσεται στη σκηνή. Ο καθένας με τους δικούς του υποκριτικούς κώδικες, τα ιδιαίτερά του χαρακτηριστικά, έτσι ώστε να υποστηρίξουν με επάρκεια και συνέπεια τους ήρωες και τις ηρωίδες που υποδύονται, αλλά συντονισμένοι στο σκηνοθετικό όραμα, με πολύ καλή σκηνική χημεία και χωρίς ερμηνευτικούς εγωισμούς. Δημιουργούν ένα καλοδουλεμένο θίασο, καταθέτουν το ταλέντο και την προσωπικότητά τους στα αδηφάγα μάτια του κοινού, δοκιμάζουν τα ερμηνευτικά τους όρια και στο τέλος κερδίζουν δίκαια το χειροκρότημα για την προσπάθειά τους. Στα video εμφανίζονται η Πέπη Οικονομοπούλου και η Κατερίνα Παπαναστασάτου, δίνοντας τη δική τους χιουμοριστική νότα στην παράσταση.
Το σκηνικό της Γιωργίνας Γερμανού έχει μικρή επεμβατικότητα στο φυσικό χώρο του Μπαγκείου, αφήνοντάς το μεγαλύτερο μέρος του ελεύθερο για την κίνηση των ηθοποιών (οι δίσκοι με τα σνακ που μπαίνουν στα διαλείμματα φυλάσσονται σε άλλο χώρο), ενώ τα κοστούμια της ίδιας είχαν ποικιλία, με άλλα να είναι πιο έντονα και φανταχτερά και άλλα από αυτά πιο απλά, ανάλογα με το χαρακτήρα που έντυσαν, ταιριάζοντάς τα σε σημαντικό βαθμό με την ψυχοσύνθεση των ηρώων του έργου. Η μουσική επιμέλεια του Σωτήρη Καναρέλη συμπεριέλαβε γνωστά χορευτικά κομμάτια και συνέβαλλε στη διατήρηση του γρήγορου ρυθμού της παράστασης, ενώ οι φωτισμοί (και τα video) του Αποστόλη Κουτσιανικούλη έπαιξαν δημιουργικά με τις σκιές και εστίασαν σωστά στους πρωταγωνιστές. Ιδιαίτερη μνεία αξίζει η κίνηση της Σεσίλ Μικρούτσικου, καθώς κάθε ζευγάρι ακολουθεί διαφορετικούς κώδικες χορογραφίας, χωρίς κανένα να είναι εκτός ρυθμού, αλλά προβάλλοντας σε αυτούς τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του.
Συμπερασματικά, στο χώρο του Μπαγκείου, παρακολούθησα μια φρέσκια παράσταση που ασχολείται με μια πραγματικότητα όπου αναγνωρίζουμε την ενίοτε κανιβαλιστική φύση της τηλεόρασης και την έλλειψη αξιών, φραγμών και ιδανικών, που μπορεί να μην αντιπροσωπεύει πλήρως το παρόν, αλλά δίνει τροφή για σκέψη με μια απευκταία εικόνα του μέλλοντος. Η σκηνοθετική προσέγγιση είναι ωμά ρεαλιστική και χρησιμοποιεί την υπερβολή για να αφυπνίσει, με κάποιες μικρές ανισορροπίες να μη χαλούν το πολύ καλό τελικό αποτέλεσμα. Πολύ σημαντικό ρόλο σε αυτό έπαιξε ο θίασος, με τις ερμηνείες να έχουν ουσία, συνέπεια και βάθος και τους ηθοποιούς να συνθέτουν μια καλοδουλεμένη ομάδα.