Την παράσταση “Το Μινόρε“, βασισμένη στην τηλεοπτική σειρά “Το Μινόρε της Αυγής” των Βαγγέλη Γκούφα και Φώτη Μεσθεναίου για την κρατική τηλεόραση (ΕΡΤ), σκηνοθετεί ο Τάκης Τζαμαργιάς στο Θέατρο Ιλίσια. Η σειρά έκανε πρεμιέρα τον Ιανουάριο του 1983 και ο δεύτερος κύκλος της ολοκληρώθηκε το 1984, αριθμώντας συνολικά 27 επεισόδια. Πραγματεύεται την ιστορία και το ξεκίνημα του ρεμπέτικου στις ταβέρνες και του τεκέδες του Πειραιά της δεκαετίας του 30, μέσα από τις περιπέτειες του ομάδας “Ρεμπέτικη Τετράς”, την οποία αποτελούσαν ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο Γιώργος Μπάτης, ο Ανέστης Δελιάς και ο Στράτος Παγιουμτζής. Ο Αντώνης είναι ένας νεαρός που φτάνει στον Πειραιά από τη Σύρο με μόνη συντροφιά και περιουσία το μπουζούκι (ζητιανόξυλο) του. Μην έχοντας που να πάει, καταφεύγει στην ταβέρνα του Ανέστη ψάχνοντας τον ξάδερφό του το Μήτσο που συχνάζει εκεί για να τον βοηθήσει στη νέα του αρχή. Γίνεται ο τέταρτος της ρεμπέτικης παρέας του Ανέστη, του Μήτσου και του Βαγγέλη και σαν κομπανία αρχίζουν να τραγουδούν στο μαγαζί του Μπελούση και ταυτόχρονα να ονειρεύονται να γράψουν και δίσκο. Ο Μήτσος παντρεύεται την αγαπημένη του τη Στέλλα, αφού η παρέα την κλέβει από το σπίτι της και στεγάζουν τον έρωτά τους σε ένα τριτοκλασάτο ξενοδοχείο, ενώ ο Αντώνης αρχίζει ερωτικά νταραβέρια με μια χήρα, τη Χαρά και μπαινοβγαίνει σπίτι της από το παράθυρο. Η πρώτη επιτυχία δεν αργεί να έρθει, με το μαγαζί του Μπελούση να γεμίζει, ενώ και ο πρώτος δίσκος κάνει γνωστό το όνομα της κομπανίας σε ευρύτερους κύκλους. Η επιτυχία φέρνει και την πρώτη διάσπαση της κομπανίας με τον Αντώνη να την εγκαταλείπει για να κάνει σόλο καριέρα, με τη θέση του να την καλύπτει ο Αρίστος. Ο άστατος χαρακτήρας του Μήτσου και η ροπή του προς τα ναρκωτικά και το ποτό θα υπονομεύσουν την πορεία της ομάδας, η οποία τελικά θα διαλυθεί και τα μέλη της θα σκορπίσουν, με την Ελλάδα να βαδίζει στα χρόνια της δικτατορίας του Μεταξά. Μετά την Κατοχή και τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, πολλά πράγματα έχουν αλλάξει, συμπεριλαμβανομένων και των ανθρώπων. Τη θεατρική εκδοχή του κειμένου επιμελήθηκε ο Δημήτρης Χαλιώτης (με υπεύθυνη δραματουργίας την Κατερίνα Διακουμοπούλου), στην οποία κατάφερε να διατηρήσει τη ραχοκοκαλιά της ιστορίας και τους κύριους πρωταγωνιστές της, με βασικό άξονα την ιστορία της πειραιώτικης ρεμπέτικης μουσικής στα πρώτα της δειλά βήματα, διανθίζοντάς την με ψήγματα από τις παράλληλες προσωπικές ιστορίες, οι οποίες εκ των πραγμάτων δεν μπορούσαν να αναπτυχθούν επαρκώς, αλλά τουλάχιστον έθιξαν με σχετική επάρκεια τις φωτεινές, αλλά και τις σκοτεινές στιγμές των ανθρώπων της εποχής εκείνης.
Ο Τάκης Τζαμαργιάς σκηνοθετεί την παράσταση ισορροπώντας την πρόζα με τη μουσική με κύριο μέλημά του να ειπωθεί η ιστορία με τον πληρέστερο δυνατό τρόπο. Το εγχείρημα είναι εκ προοιμίου δύσκολο, καθώς ο σκηνοθέτης έχει τριπλό στόχο, να αναδείξει ένα είδος μουσικής που τότε έκανε τα πρώτα του βήματα για να βγει από την αφάνεια και την παρανομία, να αναβιώσει την ατμόσφαιρα του Πειραιά εκείνης της εποχής, αλλά και να αποκωδικοποιήσει τις μικρές προσωπικές ιστορίες των πρωταγωνιστών. Ο καφενές, το πάλκο, το υπνοδωμάτιο της Χαράς, αλλά κι ένα δωμάτιο ενός παρηκμασμένου ξενοδοχείου γίνονται οι μικρές στάσεις που κάνει το μάτι του θεατή στη ροή του έργου, οι οποίες εναλλάσσονται παίρνοντας τη σκυτάλη από τα τραγούδια. Εκείνα τα τραγούδια τα οποία παίζονται και τραγουδιούνται ζωντανά από τους μουσικούς και τους ηθοποιούς επί σκηνής και που μετά το πρώτο δεκάλεπτο άκουσα να σιγοτραγουδιούνται και από τους θεατές. Η επιλογή τους έγινε έξυπνα, ενώ η καθημερινότητα των ηρώων στα μικρά της στιγμιότυπα διακρίνεται από ευαισθησία, τρυφερότητα και συγκίνηση, προβάλλοντας έρωτες, φόβους, αγωνίες, αλλά και φιλοδοξίες με μια λαϊκή απλότητα, η οποία έχει ρυθμό, συνέχεια και θεατρική ειλικρίνεια. Σχεδόν τίποτε δε μοιάζει να περισσεύει, δε δείχνει περιττό και δεν κουράζει, δεν υπάρχουν πρώτοι και δεύτεροι ρόλοι, με τις μονάδες να δημιουργούν στη σκηνή ένα πολύ αρμονικό σύνολο που δείχνει να έχει προσαρμόσει πολύ επιτυχημένα το ατομικό ταλέντο στη συλλογική προσπάθεια. Η ισορροπία, η δυναμική, το πάθος και το συναίσθημα που εκπέμπει η όλη δουλειά αποτελούν τα πιο ισχυρά αποτυπώματα της σκηνοθετικής παρουσίας στην παράσταση, τα οποία επικοινωνεί στην πλατεία με ιδιαίτερη επιτυχία ο πολυπληθής θίασος.
Ο Ιεροκλής Μιχαηλίδης είναι ο Θανάσης, το καφενείο του οποίου είναι ο τόπος συνάντησης των φίλων, το ησυχαστήριο, αλλά και το ορμητήριό τους. Απλός, λαϊκός, γήινος, χωρίς ίχνος υπερβολής στο λόγο και τις κινήσεις του, ένας “κιμπάρης” ρεμπέτης, που νοιάζεται και βοηθά τους ανθρώπους του, έχει στέρεες ηθικές αξίες και είναι σχεδόν αψεγάδιαστος στην ερμηνεία του. Ο Σταύρος Σβήγκος παίζει το Μήτσο, τον ταλαντούχο, αλλά υπερφίαλο και αυτοκαταστροφικό νεαρό Συριανό. Στην αρχή καταφέρνει να αποτυπώσει επιτυχημένα έναν τύπο άντρα, ο οποίος παρασύρεται εύκολα από τα πάθη του, αλλά στη συνέχεια εγκλωβίζεται σε στερεότυπα κι ένα “υπερπαίξιμο” που φλερτάρει με την καρικατούρα και δεν έχει σχέση με την προβληματική ψυχοσύνθεση του ήρωά του. Η Χριστίνα Μαξούρη υποδύεται υποδειγματικά τη νεαρή Χαρά, τη χήρα με την ωραία φωνή που προσπαθεί με τις δικές της δυνάμεις να επιβιώσει με αξιοπρέπεια σε μία ανδροκρατούμενη κοινωνία. Δυναμική αλλά και ευάλωτη, σκληρή αλλά και με ευαισθησίες, πλάθει ιδανικά μία αντισυμβατική (για την εποχή της) γυναίκα, ενώ τραγουδά σαν επαγγελματίας. Ο Γεράσιμος Σκιαδαρέσης στο ρόλο του Μπελούση, είναι πειστικός σαν άνθρωπος της νύχτας, απειλητικός αλλά ταυτόχρονα με μπέσα και “λόγο”, ελέγχοντας απόλυτα τα εκφραστικά του μέσα, ώστε να μην καταφύγει στην υπερβολή ή σε τηλεοπτικά κλισέ. Ο Κυριάκος Σαλής ερμηνεύει τον Αντώνη, που έρχεται κυνηγημένος από τη Σύρο στον Πειραιά, εντάσσεται αμέσως στην ομάδα, ενώ στη συνέχεια αναζητά μόνος του την τύχη του. Υπηρετεί με συνέπεια και καθαρότητα το χαρακτήρα του, αποφεύγει τις περιττές εντάσεις και εντάσσεται με άνεση στο πνεύμα της ρεμπέτικης τετράδας. Ο Άρης Αντωνόπουλος ως Αρίστος, παρουσιάζει στη σκηνή ακριβώς αυτό που υπαγορεύει ο ρόλος του. Απλοϊκός αλλά γνήσιος, χωρίς ιδιαίτερη παιδεία αλλά έτοιμος να αδράξει την ευκαιρία να μάθει, με μια αυθεντική εντιμότητα και ηθική για την οποία δε δέχεται εκπτώσεις. Ο Κώστας Κοράκης είναι ο Βαγγέλης, ο πιο αθόρυβος από τους ρεμπέτες, πάντοτε έτοιμος να συνδράμει όπως και όσο μπορεί, ευαίσθητος και πιστός στα συναισθήματά του και με υψηλό κώδικα ηθικής. Η Κατερίνα Παπανδρέου (Στέλλα), ο Γιάννης Εγγλέζος (Μένουλας, Διευθυντής Αστυνομίας και Υφυπουργός), η Μαρία Τσιμά (Ντίνα και Νίνα), η Όλγα Σκιαδαρέση (Χρυσούλα και Λιλίκα) και η Μαρία Παπαφωτίου (Σύλβια) συμπληρώνουν τον πολυπρόσωπο θίασο με το ερμηνευτικό και το φωνητικό τους ταλέντο. Όλοι οι ηθοποιοί συγκροτούν μια ομάδα η οποία δείχνει να έχει δουλέψει πολύ, να έχει ελάχιστες ατέλειες, να έχει βρει τους κώδικες επικοινωνίας και τις ισορροπίες της στη σκηνή και να μην παίζει κανείς εις βάρος του άλλου. Ο Αντώνης και ο Θοδωρής Ξηντάρης με το μπουζούκι και την κιθάρα τους είναι η ψυχή του λαϊκού πάλκου που στήνεται στη σκηνή του Ιλίσια. Άξια τέκνα ενός σπουδαίου ρεμπέτη, σεμνοί και μετρημένοι στην παρουσία τους, απογειώνουν τις μουσικές γέφυρες του όλου εγχειρήματος και σε παρασύρουν στον υπέροχο κόσμο του ρεμπέτικου.
Ο σκηνικός χώρος της Ελένης Μανωλοπούλου είναι από τις πιο εμπνευσμένες δουλειές που έχω δει φέτος στο θέατρο και αποτέλεσε σημαντικό εργαλείο στην όλη υψηλή αισθητική της παράστασης. Κατάφερε να χωρέσει το καφενείο, το πάλκο, την κρεβατοκάμαρα της Χαράς, το δωμάτιο του τριτοκλασάτου ξενοδοχείου και την τραπεζαρία της πλούσιας Σύλβιας στον ίδιο χώρο, εκμεταλλευόμενη απόλυτα το πλάτος και το βάθος του, με όλα να προβάλλονται το ίδιο καλά, αλλά και να υπάρχει ο απαραίτητος διαθέσιμος χώρος για την άνετη κίνηση των ηθοποιών. Τα κοστούμια της ίδιας είχαν παρόμοια καλαισθησία, έντυσαν σωστά τον κάθε χαρακτήρα και ταίριαξαν με την εποχή που διαδραματίζεται η πλοκή. Η μουσική επιμέλεια ήταν του Ιεροκλή Μιχαηλίδη κι έπαιξε σημαντικό ρόλο στη ζωντάνια και το ρυθμό του έργου, καθώς είναι όλα γνωστά τραγούδια, οι ηθοποιοί τα ερμηνεύουν σχεδόν αψεγάδιαστα (μουσική διδασκαλία οι αδελφοί Ξηντάρη), ενώ μεγάλο μέρος μέρος της πλατείας τους συνοδεύει σιγοψιθυρίζοντάς τα. Ευφάνταστα τα σύντομα video του Ευάγγελου Τσαρούμη κάνουν τη σύνδεση με το παρελθόν, ενώ οι εξαιρετικοί φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου, ανέδειξαν τόσο τις ερμηνείες, όσο και τα διαφορετικά κάθε φορά τμήματα του σκηνικού όπου λάμβανε χώρα η δράση.
Συμπερασματικά, στο Θέατρο Ιλίσια, παρακολούθησα μια παράσταση βασισμένη σε μια αξέχαστη τηλεοπτική σειρά, προσαρμοσμένη αρκετά επιτυχημένα στη θεατρική σκηνή, που αγκαλιάζει με τρυφερότητα μια εποχή του Πειραιά, τους ανθρώπους του και τη ρεμπέτικη ιστορία του. Η σκηνοθεσία ισορροπεί επιτυχημένα μεταξύ πρόζας και τραγουδιού, έχει ρυθμό και αντιπαρέρχεται με ευκολία τις μικρές της αδυναμίες που προκύπτουν από τη δυσκολία του εγχειρήματος. Οι προσωπικές ιστορίες των πρωταγωνιστών είναι ευδιάκριτες, τα τραγούδια και ο ήχος του μπουζουκιού και του μπαγλαμά παρασύρουν τους θεατές σε αλλοτινές εποχές που θυμόμαστε πλέον ως γλυκές αναμνήσεις, το καστ συγκροτεί μια δεμένη, καλοδουλεμένη και συμπαγή ομάδα και είναι από τις λίγες περιπτώσεις που όχι μόνο δεν κουράστηκα από τη διάρκεια της παράστασης, αλλά ευχήθηκα να κρατούσε λίγο παραπάνω.