Το θεατρικό έργο της Λούλας Αναγνωστάκη με τίτλο “Η Πόλη” σκηνοθετεί στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης ο Ένκε Φεζολλάρι. Το κείμενο αποτελεί μέρος της Τριλογίας της Πόλης με τα υπόλοιπα δύο μέρη να είναι “Η Διανυκτέρευση” και “Η Παρέλαση”. Το συγκεκριμένο μονόπρακτο έκανε πρεμιέρα το Μάιο του 1965 στο Θέατρο Τέχνης σε σκηνοθεσία του Καρόλου Κουν και με την ερμηνευτική ομάδα να απαρτίζεται από τη Μάγια Λυμπεροπούλου, το Νεκτάριο Βουτέρη και το Γιώργο Λαζάνη. Τον Απρίλιο του 1967 το έργο παίχτηκε στο Tearto dei Verdi της Πάντοβα και τον Ιούλιο του 1969 μεταδόθηκε από το BBC. Ο Κίμων και η Ελισάβετ μετακινούνται διαρκώς από πόλη σε πόλη επιδιώκοντας να ξορκίσουν το παρελθόν τους και ψάχνοντας τον τρόπο να συνυπάρξουν στο παρόν τους. Σε καθεμία από τις στάσεις τους αυτές εντοπίζουν ένα θύμα, το οποίο χρησιμοποιούν ως εργαλείο για την επίτευξη του στόχου τους. Στη συγκεκριμένη περίπτωση το θύμα είναι ένας ασήμαντος φωτογράφος που απαθανατίζει ανθρώπους που προσποιούνται τους πεθαμένους. Το μεταξύ τους παιχνίδι θα αρχίσει ήρεμα και πολιτισμένα, αλλά γρήγορα η κατάσταση θα αρχίσει να ξεφεύγει από τα όρια και θα συνθλίψει θύτες και θύματα χωρίς διάκριση. Η επίθεση και η άμυνα, η νίκη και η ήττα, η συνύπαρξη και η απομάκρυνση πηγαίνουν χέρι-χέρι με τα μεταξύ τους όρια να είναι δυσδιάκριτα και εύθραυστα. Ο φόβος και η αγωνία κάνουν το λόγο ακόμα πιο ελλειπτικό και πιο ανάγλυφη και ορατή τη βία και την απειλή που υποκρύπτεται μέσα του. Η εσωτερική ανισορροπία των ηρώων και η πνευματική και ηθική τους σύγχυση έχει ως αποτέλεσμα τη βία αυτή που δεν έχει ορισμένα αίτια, αλλά επικουρείται από πολλούς παράγοντες και μπορεί να αφορά τόσο τους άλλους, όσο και εμάς τους ίδιους. Τη δραματουργία επιμελήθηκε η Ναταλί Μηνιώτη.
Ο Ένκε Φεζολλάρι σκηνοθετεί την παράσταση εμβαθύνοντας στην ουσία του κειμένου που συχνά κρύβεται ανάμεσα στις λέξεις και επενδύει στη διαρκώς μεταβαλλόμενη ψυχολογική ταυτότητα του κάθε ήρωα. Διερευνά τη συνύπαρξη ως τρόπο για να διαρρήξει τα στεγανά της απομόνωσης που τους στοιχειώνει και να διασκεδάσει την ανιαρή καθημερινότητα που βιώνουν. Η ανάγκη της επικοινωνίας είναι έντονη και επιτακτική, η πραγματικότητα εναλλάσσεται με τη φαντασίωση, ενώ συχνά οι ιδέες και τα συναισθήματα που προκαλούνται ή δημιουργούνται είναι σκληρά και αποτρόπαια. Ο φόβος και η αγωνία διατρέχουν το λόγο και την κίνηση, υπάρχουν πολλές μικρές κορυφώσεις της έντασης, με κάποιες από αυτές να υπογραμμίζονται με ίσως αχρείαστες φωνητικές κορώνες, σε έναν αέναο πόλεμο με τα μέσα μας και τους γύρω μας. Οι ψυχολογικές μεταπτώσεις των χαρακτήρων είναι συνεχείς, ζουν στις παρυφές της μοναξιάς και της απομόνωσης, ενώ η αβεβαιότητα του αύριο συμπληρώνει τα τραύματα του χθες. Οι συμβολισμοί πολλοί και έντονοι, διάσπαρτοι στη σκηνή και όλοι έχουν να κάνουν με έναν πόλεμο, είτε αυτός είναι για την επιβίωση, είτε για να επικοινωνήσεις με το διπλανό σου, είτε για να αντισταθείς σε έναν κόσμο που προσπαθεί να σε καταπιεί. Οι λίγες αρρυθμίες της παράστασης δεν επηρεάζουν τις διαχρονικές αλήθειες που πραγματεύεται, ούτε την ουσία τους. Η όποια υποψία ρομαντισμού συνθλίβεται από την σκληρότητα του εξωτερικού κόσμου και των μηνυμάτων και των εικόνων που αυτός εκπέμπει και δημιουργεί και το ψυχολογικό διακύβευμα είναι εμφανές στη δυστοπία της καθημερινότητας των ηρώων.
Η Βάνα Πεφάνη στο ρόλο της Ελισάβετ είναι μια γυναίκα βαθιά ανασφαλής, εμφανώς φοβική, η οποία στις ρωγμές της ερμηνείας της αφήνει να φανούν ίχνη ενός παλιού ρομαντικού εαυτού, αλλά που στο παρόν βρίσκεται στα όρια της ψυχικής απομόνωσης. Οι αποχρώσεις της φωνής της δένουν αρμονικά με τις εκφράσεις του προσώπου της και συχνά οι αναμνήσεις δείχνουν να στοιχειώνουν την ύπαρξή της. Ελέγχει τα εκφραστικά της μέσα και δεν καταφεύγει σε υπερβολές αποτυπώνοντας επιτυχημένα έναν σύνθετο ψυχισμό με έντονες μεταπτώσεις, που η καθημερινότητα σφυροκοπά καθημερινά. Ο Βασίλης Αφεντούλης είναι ο Κίμωνας, ο οποίος παλεύει κι αυτός με τους δαίμονές του μη βρίσκοντας συχνά τον κατάλληλο κώδικα επικοινωνίας με την Ελισάβετ. Οι πρώτες του σκηνές είχαν μια αμηχανία (κυρίως κινητική), ενώ δε συντονίστηκε πάντοτε φωνητικά με την παρτεναίρ του στις κορυφώσεις της συνύπαρξής τους στη σκηνή. Στη συνέχεια βρήκε τα πατήματά του και κατάφερε να δώσει έναν αποστασιοποιημένο σύζυγο, παραιτημένο σχεδόν από την ίδια του την ύπαρξη. Ο Ένκε Φεζολλάρι υποδύθηκε το φωτογράφο σε μία χαμηλών τόνων ερμηνεία που απέδωσε όμως όλη την ουσία του χαρακτήρα του. Κουμπωμένος στην αρχή, αποκτά σιγά σιγά μια οικειότητα με τους νέους του “φίλους” και αφήνει τον εαυτό του να λυθεί και να φανεί ευάλωτος στην πλεκτάνη που του στήνουν. Συνηθισμένος να ζει και να βιώνει το περιθώριο, δείχνει σαν μια σκιά που προσπαθεί να βγει στο φως και να αποκτήσει υπόσταση. Το ρόλο αυτό στη διπλή διανομή ερμηνεύει και ο Δημήτρης Μπούρας.
Ο σκηνικός χώρος του Γιώργου Λυντζέρη είναι γεμάτος ατάκτως ερριμμένα αντικείμενα που παραπέμπουν σε πόλεμο και μάχη και προετοιμάζουν για την αναμέτρηση των ηρώων με τον ίδιο τους το σκοτεινό εαυτό. Ο χώρος αυστηρά οριοθετημένος, όρια τα οποία συντρίβονται στο τέλος. Τα κοστούμια της Μάγδας Καλορίτη δένουν αρμονικά με το πνεύμα του κειμένου. Οι φωτισμοί της Σεμίνας Παπαλεξανδροπούλου εξαιρετικά προσεγμένοι, τόσο στα υποφωτισμένα πλάνα που παίζουν με τις σκιές, όσο και στην εστίαση στα πρόσωπα των ηρώων.
Συμπερασματικά, στη σκηνή του Ιδρύματος Μιχάλης Κακογιάννης, παρακολούθησα μια φρέσκια και σύγχρονη εκδοχή ενός νεοελληνικού κειμένου που μιλά για την αποξένωση, τη μοναξιά και την αδυναμία επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων. Η σκηνοθετική προσέγγιση αναδεικνύει την ουσία του έργου, δεν ωραιοποιεί τίποτε και χρησιμοποιεί ρεαλιστικές φόρμες για να σκιαγραφήσει τα ψυχολογικά προφίλ των ηρώων. Οι όποιες μικρές αρρυθμίες δεν επηρεάζουν το θετικό πρόσημο της δουλειάς αυτής, το οποίο ενισχύεται με τις πολύ καλές ερμηνείες, κυρίως της Ελισάβετ και του φωτογράφου. Αξίζει της προσοχής του θεατρόφιλου κοινού λίγο πριν το καλοκαιράκι.
2000
2k