Η Σχολή Πυροδότησης Δημιουργικής Γραφής που διοργανώνει το θέατρο Πορεία, υπό την καθοδήγηση των Θανάση Τριαρίδη και Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη, λειτουργεί σαν μια δεξαμενή η οποία υπόσχεται να τροφοδοτεί με “νέο αίμα” τη σύγχρονη νεοελληνική δραματουργία. Υπάρχει και ακόμη μια πολύ σημαντική παράμετρος, ο Δημήτρης Τάρλοου, η ψυχή του Θεάτρου Πορεία, προσφέρει σε κείμενα που ξεχωρίζουν τη δυνατότητα να “αναπνεύσουν” επάνω στο θεατρικό σανίδι , ανεβασμένα με άριστες επαγγελματικές προυποθέσεις, γλιτώνοντας από την πνιγηρή σκοτεινιά ενός συρταριού. Πρώτοι καρποί αυτής της τόσο πολλά υποσχόμενης προσπάθειας είναι η ενιαία παράσταση του “Labor” της Ανθής Τσιρούκη και του “Νυχιάνγκ” της Ευαγγελίας Γατσωτή. Δύο έργα τελείως διαφορετικής γραφής, ύφους και προσέγγισης του θέματός τους.
Ο αγγλόφωνος τίτλος του έργου “Labor” της Ανθής Τσιρούκη εμπεριέχει το αλληγορικό και δηκτικό πνεύμα του έργου. Η λέξη “labor” σημαίνει δουλειά, μόχθος, ωδίνες τοκετού. Έννοιες που καλύπτουν μεταφορικά όλη τη “διαδρομή” από το να φέρεις στη ζωή ένα παιδί μέχρι να το μεγαλώσεις ικανό να βγει στην κοινωνία. Αυτό όμως το κοινότυπο θέμα η συγγραφέας το προσεγγίζει με μια πρωτότυπη και λοξή ματιά που φέρνει στο φως νοσηρές γονεϊκές συμπεριφορές και παρεμβάσεις που αλλοιώνουν την εμφάνιση, την σκέψη και την ταυτότητα των παιδιων τους. Το χειρουργικό τραπέζι δύο πλαστικών χειρουργών μετατρέπεται σε μήτρα που δίνει νέα μορφή και υπόσταση σε έναν νεαρό, τον οποίον αναλαμβάνουν να περιθάλψουν οι χειρουργοί, μετά από ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα, επαναφέροντας στη ζωή το χαμένο τους παιδί. Οι ελλειπτικοί διάλογοι, οι υπαινικτικές σιωπές, το γκροτέσκο κλίμα και η αόρατη απειλή είναι στοιχεία που κυριαρχούν στο “Labor” και το κάνουν να παραπέμπει στο Θέατρο του Παραλόγου και κυρίως να συνομιλεί με το θέατρο του Πίντερ. Η καίρια σκηνοθεσία της Έμιλυς Λουΐζου , η οποία παρουσιάζει δουλειά της πρώτη φορά στη Ελλάδα, αναδεικνύει την αυστηρή δραματουργία του έργου μέσα από μια άκρως στιλιζαρισμένη παράσταση , η οποία αποπνέει μια γοητευτική απειλή. Οι δύο εκπληκτικοί ηθοποιοί, η Ιωάννα Παππά και ο Στέλιος Μάινας, κινούνται σαν καλοκουρ -ντισμένες μαριονέτες βαμπίρ και υπηρετούν στο ακέραιο τη δυστοπική ατμόσφαιρα του έργου τόσο υποκριτικά όσο και οπτικά. Τέλειο το μακιγιάζ και των δύο ηθοποιών, εξαιρετικά τα κοστούμια του Αλέξανδρου Γαρνάβου καθώς και το λιτό σκηνικό της Θάλειας Μέλισσα.
Το “Νυχιάνγκ” της Ευαγγελίας Γατσωτή κινείται σε ένα τελείως διαφορετικό μήκος κύματος. Είναι μια μαύρη κωμωδία στη καρδιά της οποίας κρύβεται ένα βαθύ τραύμα και μια ένοχη ερωτική σχέση. Ο τίτλος του έργου προκύπτει από το απρόσμενο πάντρεμα της ελληνικής λέξης “νυχιά”, η οποία προκαλεί τραύμα και της κορεάτικης λέξης “χιάνγκ”, η οποία σημαίνει μεγάλος αδελφός. Η εικοσάχρονη Ευαγγελία Γατσωτή, φοιτήτρια της θεατρολογίας, έχει μια τεράστια ευχέρεια στην χρήση των λέξεων, στη δημιουργία έξυπνων κωμικών καταστάσεων αλλά και επιδέξιων ανατροπών. Μέσα από την ιεροτελεστία του μανικιούρ, η πελάτισσα και φίλη της “νυχούς” , της εξομολογείται μια ερωτική της καταδίωξη που σταδιακά μετατρέπεται σε θρίλερ έντονης αγωνίας, αινιγματικών καταστάσεων, ανεπούλωτων τραυμάτων και ένοχων μυστικών. Με ευρηματικό τρόπο και εύστοχη σκηνοθετική ματιά, ο Δημήτρης Τάρλοου ισορροπεί με μαεστρία τα κωμικά στοιχεία με την υφέρπουσα σκοτεινιά του έργου. Η Αλεξία Καλτσίκη είναι απλά υπέροχη και αφοπλιστικά αληθινή στο ρόλο της νυχούς και η Θάλεια Σταματέλου πολύ δοτική στο ρόλο της πελάτισσας. Τα κοστούμια (Αλέξανδρος Γαρνάβος) και το σκηνικό (Θάλεια Μέλισσα) φέρουν τον απόηχο του “κορεάτικου” τίτλου με έντονα στοιχεία της ασιατικής κουλτούρας.
Οι μουσικές συνθέσεις της Ειρήνης Σκυλακάκη (Labor) και της Κατερίνας Πολέμη (Νυχιάνγκ) υπογραμμίζουν το πνεύμα κάθε παράστασης κοι οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου δημιουργούν ενδιαφέρουσες ατμόσφαιρες και στα δύο έργα.
Τα έργα και των δύο συγγραφέων, ως πρωτόλεια, μπορεί να έχουν κάποιες αδυναμίες, αμηχανίες, να λαχταρούν με μια ανάσα να μιλήσουν για τα πάντα, όμως προοιωνίζονται ένα ελπιδοφόρο συγγραφικό μέλλον και στις δύο δημιουργούς.