Συμπερασματικά, στη νεόκοπη σκηνή Ω του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά, παρακολούθησα μια παράσταση ενός πρωτότυπου ελληνικού έργου, η οποία με αφορμή ένα ιστορικό γεγονός, αποτυπώνει μια δυστοπική πραγματικότητα και προβάλλει τα όρια της ανεπαρκούς ανθρώπινης φύσης, αλλά και τη διαφθορά και τη χειραγώγηση που εμπνέει η εξουσία. Η σκηνοθετική προσέγγιση αφηγείται, κριτικάρει, συχνά χλευάζει, αλλά πέρα από τη σκηνική τέρψη προσανατολίζεται στον προβληματισμό και την πυροδότηση της σκέψης του θεατή. Ο ρυθμός είναι γρήγορος, οι σκηνές σύντομες και οι λίγες αδυναμίες στη ροή τους δε μειώνουν ούτε στο ελάχιστο το ενδιαφέρον τους. Η ερμηνευτική ομάδα είναι καλοδουλεμένη, συνεργάζεται εξαιρετικά στη σκηνή και το τελικό αποτέλεσμα είναι μια άρτια θεατρική προσπάθεια που αξίζει να βρει ανταπόκριση στο θεατρόφιλο κοινό.
Το δεύτερο θεατρικό του έργο με τίτλο “Χορευτική Πανούκλα” σκηνοθετεί στη σκηνή Ω του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά ο Κωνσταντίνος Μάρκελλος. Βασίζεται σε αληθινή ιστορία, η οποία έλαβε χώρα στο μεσαιωνικό Στρασβούργο και μέχρι τώρα δεν έχει βρεθεί ικανοποιητική εξήγηση για το φαινόμενο αυτό. Τον Ιούλιο του 1518 πολλοί πολίτες, μέλη της τρίτης (κοινωνικά) τάξης της πόλης κατελήφθησαν από μια ασταμάτητη χορευτική μανία, η οποία συνεχίστηκε μέχρι τελικής πτώσεως. Την αρχή έκανε η Μαντάμ Τροφί που άρχισε να χορεύει χωρίς μουσική, ανεξέλεγκτα, δείχνοντας να μην αντιλαμβάνεται τι συμβαίνει γύρω της. Μέρα με τη μέρα οι χορευτές πολλαπλασιάστηκαν με τις θρησκευτικές και πολιτικές αρχές της περιοχής να επιχειρούν μαζί με τους γιατρούς να ερμηνεύσουν το γεγονός αυτό αποδίδοντάς το σε διάφορα αίτια (αστρολογικά, υπερφυσικά ή ιατρικά) και ει δυνατόν να το καταστείλουν, για να διατηρηθεί η ηρεμία και η τάξη στην πόλη. Ο αριθμός των χορευτών όμως αυξανόταν και αυτοί σταματούσαν όταν ο ήδη καταπονημένος από την πείνα και τις στερήσεις οργανισμός τους κατέρρεε και πέθαιναν. Όσο απότομα και απροειδοποίητα ξεκίνησε το φαινόμενο, με τον ίδιο τρόπο σταμάτησε να “μολύνει” άλλους ανθρώπους κι εξαφανίστηκε. Η χορευτική αυτή επιδημία καταγράφηκε για πρώτη φορά τον 7ο αιώνα και εμφανιζόταν με συχνότητα περίπου μία φορά στον αιώνα, με αρκετούς να πιστεύουν ότι ίσως ήταν “θεία τιμωρία” από τον Άγιο Ιωάννη ή τον Άγιο Βίτο, για τους οποίους διοργάνωναν πολυήμερες προσευχές προκειμένου να τους εξευμενίσουν. Με αφορμή το ιστορικό αυτό γεγονός για το οποίο ακόμα δεν έχει δοθεί επαρκής εξήγηση, διερευνώνται τα όρια και οι αντοχές της ανθρώπινης φύσης, η ψυχολογία της άρχουσας, αλλά και της κατώτατης κοινωνικής τάξης και οι διαχρονικές τεχνικές που χρησιμοποιούνται για τη χειραγώγηση και τον κατευνασμό του λαού. Σύμβουλος στη δραματουργία του κειμένου είναι η Ελένη Στεργίου.
Ο Κωνσταντίνος Μάρκελλος σκηνοθετεί την παράσταση στηριζόμενος στην αλληγορία και τους συμβολισμούς, επιχειρώντας μια αιχμηρή κατάδυση στα άδυτα της ανθρώπινης φύσης και των ατελειών της, τα ένστικτα, τις ανάγκες και τις αντιδράσεις της απέναντι στην κάθε μορφής εξουσία και επιβολή. Οι σκηνές μικρές και σύντομες φροντίζουν να κρατούν το ρυθμό, να μη χάνουν στροφές, αλλά και να επικοινωνούν το μήνυμά τους στο θεατή. Τα γεγονότα γίνονται απλά η αφορμή για να θιγούν και να σχολιαστούν συμπεριφορές και καταστάσεις που υπογραμμίζουν τις ταξικές διαφορές των ανθρώπων, την κοινωνική ανισότητα καθώς και μέθοδοι και πρακτικές που προσβλέπουν στον έλεγχο και την ποδηγέτηση της μάζας. Χρησιμοποιείται τόσο η πρόζα, όσο και η μουσική για να είναι τα νοήματα προσιτά στο θεατή και να τροφοδοτήσουν τη σκέψη του. Αν και δεν αποφεύγονται κάποιοι πλατειασμοί, οι οποίοι έχουν να κάνουν με την πληθώρα και τη λεπτομέρεια των παρεχόμενων πληροφοριών, η ζωντάνια του λόγου, η διαρκής κίνηση και η παρεμβολή της μουσικής κρατούν σε ψηλό βαθμό το βαθμό δεκτικότητας του θεατή στα σκηνικά ερεθίσματα που παρακολουθεί. Η υφολογική προσέγγιση που ακολουθεί ο σκηνοθέτης απαιτεί τη σκυτάλη του λόγου να περνάει συνεχώς από τον ένα ηθοποιό στον άλλο και οι αλλαγές αυτές να εξασφαλίζουν μια συνεχή ροή, αλλά χωρίς να χάνεται η ουσία του. Η σύνδεση με το σήμερα είναι εμφανής, αλλά χωρίς να κραυγάζει, ενώ το ενίοτε πικρό χιούμορ και η υφέρπουσα σκωπτική διάθεση εξυπηρετούν τη βαθύτερη κατανόηση ενός σκληρού και συχνά αδυσώπητου παρόντος, ακόμα και χλευάζοντας κάποια θρησκευτικά και πολιτικά στερεότυπα…
Σε μια παράσταση όπου δεν υπάρχουν ονόματα συγκεκριμένων χαρακτήρων (εκτός κάποιων που αντλούνται από την αρχική ιστορία που λειτουργεί ως εφαλτήριο), ούτε καθορισμένοι ρόλοι ενώ ο λόγος είναι μια συνεχής εναλλαγή φωνών και προσώπων που πρέπει να διακρίνεται από συνέχεια και ομοιογένεια, είναι σημαντικό η ερμηνευτική ομάδα να έχει αρμονία, αμεσότητα και υψηλό επίπεδο συνεργασίας (φωνητικής και ερμηνευτικής) στη σκηνή. Με ελάχιστα τονικά λάθη, καθαρή άρθρωση, αρμονία στη διαδοχή πρόζας, μουσικής και κίνησης, αλλά και με προφανή ομαδική δουλειά, καταφέρνουν να είναι ένα εξαιρετικά καλοδουλεμένο σύνολο και βρίσκονται κατά τη λαϊκή ρήση “με κλειστά μάτια”. Οι όποιες αδυναμίες κάποιου μέλους του θιάσου καλύπτονται σχεδόν αυτόματα από κάποιο άλλο, ώστε να γίνονται σχεδόν αδιόρατες και ανάξιες να ασχοληθεί κάποιος μαζί τους. Η Ελένη Στεργίου, ο Χρήστος Παπαδόπουλος, ο Γιάννης Μαστρογιάννης, ο Ilya Algaer, η Μυρτώ Παπά, ο Σταύρος Ζαφείρης, ο Λευτέρης Βενιάδης και ο Κωνσταντίνος Μάρκελλος απαρτίζουν την πολυσυλλεκτική αυτή ερμηνευτική ομάδα, η οποία, πέρα από το εμφανές ατομικό ταλέντο, βασίζει πολλά στη χημεία και τη σκηνική της λειτουργικότητα για το πολύ άρτιο τελικό αποτέλεσμα που παρακολούθησα. Ο Βασίλης Ντοροβάτας συνοδεύει τους ηθοποιούς παίζοντας ζωντανά μουσική.
Ο σκηνικός χώρος της Νίκης Ψυχογιού διακρίνεται από λιτότητα και λειτουργικότητα, αφήνοντας ικανό χώρο για την απρόσκοπτη κίνηση των ηθοποιών. Τα κοστούμια της ίδιας με βάση το κόκκινο χρώμα ερεθίζουν και συχνά αιχμαλωτίζουν το μάτι, ενώ δημιουργούν μια θαμπάδα και μια ασάφεια γύρω από την αύρα των ηθοποιών, που έχει ευθεία συσχέτιση με την ασάφεια και το μυστήριο της ίδιας της “χορευτικής πανούκλας”. Οι πρωτότυπες μουσικές συνθέσεις του Λευτέρη Βενιάδη αποτελούν ζωντανό κύτταρο της παράστασης και αρμονική συνέχεια της πρόζας με την οποία δένει εξαιρετικά. Η χορογραφία και η επιμέλεια της κίνησης της Ηρούς Κόντη έχει λεπτομέρεια, αλλά και άμεση συνάφεια με το λόγο. Οι φωτισμοί του Σάκη Μπιρμπίλη είχαν μια διαλεκτική σχέση με τις σκιές, δημιουργώντας συχνά μια ατμόσφαιρα με απόκοσμες (αλλά παράδοξα οικείες) πινελιές.