Οι “Πέρσες” του Αισχύλου είναι η παλαιότερη σωζόμενη τραγωδία και σποτελεί τμήμα μιας τετραλογίας που παρουσίασε ο Αισχύλος το 472 π.χ. , οκτώ μόλις χρόνια μετά τη Ναυμαχία της Σαλαμίνας (480 π.χ.). Είναι η πρώτη τραγωδία που αντλεί το θέμα της από ένα σύγχρονο ιστορικό γεγονός, το οποίο έχουν βιώσει οι θεατές και στο οποίο υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας ο συγγραφέας ως Σαλαμινομάχος, επιβαίνων σε πλοίο. Ο Αισχύλος σε αυτήν την τραγωδία μεταφέρει την δράση του έργου στην άλλη πλευρά του Αιγαίου, στα Σούσα στην καρδιά της Περσικής αυτοκρατορίας και παρουσιάζει τον τρόπο με τον οποίο οι ηττημένοι Πέρσες, πολίτες ενός απολυταρχικού πολιτεύματος, διαχειρίζονται την πανωλεθρία του στρατού τους από μια μικρή χώρα, ελεύθερη όμως και χωρίς μονάρχη να την κυβερνά . Ο Αισχύλος οσμίζεται την άνοδο της Αθηναϊκής Ηγεμονίας και κρούει τον κώδωνα του κινδύνου στους Αθηναίους επισημαίνοντας ότι η αλαζονεία κυοφορεί την ύβρη, η οποία οδηγεί στον όλεθρο της καταστροφής.
Ο Δημήτρης Καραντζάς διάβασε τους “Πέρσες” με μια ανατρεπτική και διεισδυτική ματιά, σαν μια σύγχρονη τραγωδία. Άλλωστε το δήλωσε ξεκάθαρα ότι πρόκειται για μια διασκευή της ομώνυμης τραγωδίας (διασκευή Δημήτρης Καραντζάς και Γκέλυ Καλαμπάκα), στηριγμένη στην εξαιρετική μετάφραση του Παναγιώτη Μουλλά, την οποία χρησιμοποίησε ο Κάρολος Κουν στο ανέβασμα των “Περσών”, το 1987.
Η πρωτοποριακή και άκρως ρηξικέλευθη προσέγγιση του Καραντζά στοχεύει στο να αναπνεύσει το κείμενο στο σήμερα, απαλλαγμένο από κάποιες αγγιλώσεις , να αφουγκραστεί τους κραδασμούς σύγχρονων κοινωνικοπολιτικών και πολεμικών γεγονότων, να καταγράψει τον παλμό του δημόσιου χώρου και να ενστερνιστεί με βαθιά ενσυναίσθηση την συμφορά ενός λαού που από την πίστη στο πολίτευμα , περνά στην αμφισβήτηση και καταλήγει σε μια αμφίσημη σύγκρουση. Μια αναθεωρημένη και τολμηρή ανάγνωση ενός αρχαίου δράματος που αποτυπώνει σύγχρονες συνθήκες πολιτικού προβληματισμού, λαϊκής συνοχής και αμφίθυμης στάσης των πολιτών. Για αυτόν τον λόγο ο Καραντζάς προχωρεί σε ορισμένες επεμβάσεις στο κείμενο προκειμένου να συνομιλήσει με το σήμερα και να φωτίσει τη διαχρονικότητά του με σύγχρονους “προβολείς”.
Το σκηνικό της Κλειώς Μπομπότη, σαν μια φλούδα από την ορχήστρα του Αργολικού Θεάτρου να είχε ανασηκωθεί δημιουργώντας έναν επικλινή σκληρό δίσκο, ο οποίος τελικά ενσωματώνεται στην ορχήστρα, υποδέχεται το κοινό της Επιδαύρου. Στο άκρο αυτού του δίσκου στέκεται η Άτοσσα, η Βασίλισσα των Περσών, επιβάλλοντας τη δύναμη του αξιώματός της και τηρώντας την αναγκαία απόσταση από τον λαό. Η Ρένη Πιττακή, στο ρόλο της Άτοσσας, με ένα ανδρόγυνο στυλ, ένα υπέρκομψο σκούρο κοστούμι, με γόβες με χρυσές λεπτομέρειες, σαν μια σύγχρονη δυναμική και εξουσιαστική γιάπησα, υποστήριξε όλες τις πτυχές του ρόλου της. Με καποια δυσκολία με τα χέρια στις τσέπες ως σύμβολο ακλόνητης εξουσίας, ενώ ως Μητέρα και Σύζυγος φανέρωσε ιδιαίτερες ποιότητες υποκριτικής.
Η Αλεξία Καλτσίκη μπαίνει στην ορχήστρα διστακτικά, περιεργάζεται το κοίλον και το τοπίο ολόγυρα, αφουγκράζεται την εκκωφαντική σιωπή που εκπέμπει ο χώρος και απαγγέλει ένα απόσπασμα από το ποίημα “Το Δώρο” , της Ιρανής ποιήτριας Φαρούγ Φαροχζάντ, το οποίο επαναλαμβάνει η Θεοδώρα Τζήμου καθώς κατεβαίνει από τις κερκίδες του θεάτρου. Αυτό το απόσπασμα αντικαθιστά ένα μέρος από την πάροδο της τραγωδίας και φανερώνει την σκοτεινιά που σκεπάζει την ψυχή των πολιτών καθώς αναμένουν να μάθουν την έκβαση του πολέμου αλλά και μια ελπίδα φωτός που τρεμοπαίζει στο τέλος. Ένα σχόλιο για την επικρατούσα κοινωνικοπολιτική κατάσταση σε εκείνη την περιοχή , σήμερα. Ο ήχος από ένα τρομπόνι φέρνει στο νου ακούσματα της ανατολής (μουσική Γιώργος Πούλιος), τον ήχο από το κάλεσμα του Ιμάμη… Μεμονωμένα άτομα κατευθύνονται προς την ορχήστρα. Δύο ενισχυτές, δεξιά και αριστερά της ορχήστρας , εκπέμπουν οξείς και απειλητικούς ήχους που παραπέμπουν σε σειρήνες αεροπορικών επιδρομών και μεγενθύνουν τις στριγκές κραυγές απόγνωσης αυτών των ατόμων.. Ένα ανθρώπινο κύμα ξεχύνεται από διάφορα μέρη του κοίλου, τους διαδρόμους και τα δένδρα στο βάθος πίσω από την ορχήστρα (κίνηση Τάσος Καραχάλιος).
Ο Καραντζάς αντικαθιστά τον χορό των γερόντων-φυλάκων με ένα πλήθος πολιτών , άνδρες, γυναίκες και νέους. Επίλεκτοι ηθοποιοί , Γιάννης Κλίνης, Αινείας Τσαμάτης, Ηλίας Μουλάς, Μάνος Πετράκης, Τάσος Καραχάλιος, Βασίλης Παναγιωτόπουλος απαρτίζουν τον χορό, με κορυφαίες τις έξοχες Αλεξία Καλτσίκη και Θεοδώρα Τζήμου. Αυτόν τον χορό εμπλουτίζουν 40 εθελοντές, κάτοικοι της περιοχής. Ένας χορός πολύχρωμος με σύγχρονα ρούχα και καποια κοστούμια από διαφορετικές περιόδους της σύγχρονης ιστορίας (κοστούμια Ιωάννα Τσάμη). Σύσσωμο το πλήθος των πολιτών τρέχει στο βάθος, στην συστάδα των δένδρων για να μάθει πρώτο την έκβαση του πολέμου από τον αγγελιοφόρο, που χάνεται μέσα στο πλήθος, το οποίο αγωνιά και τον περιζώνει ασφυκτικά. Ακούγεται μόνο η φωνή του αγγελιοφόρου. Σταδιακά θα εμφανιστεί και θα αναγγείλει το μέγεθος της καταστροφής στην Άτοσσα και σε όλο τον λαό. Ένας συγκλονιστικά ανθρώπινος Χρήστος Λούλης, στον ρόλο του Αγγελιοφόρου , που πέφτει στα πόδια της Βασίλισσας λυπόθυμος από το βάρος της ήττας και τον πόνο της απώλειας του στρατού, ενώ ο λαός φώναζει απεγνωσμένα ονόματα φίλων και συγγενών.
Κορυφαία σκηνή , η τελετουργική επίκληση του φαντάσματος του Δαρείου για να τονωθεί το φρόνημα του λαού. Οι πολίτες και η Άτοσσα πεσμένοι επάνω στη γη, στον επικλινή δίσκο, πρηνηδόν, καλούν τον Δαρείο, τον παλαιό κραταιό Βασιλιά, από τον Άδη, συνοδεία μιας κατανυκτικής – παρακλητικής προσευχής (φωνητική σύνθεση του Ανρί Κέργκομαρ). Μια μυστηριακή ατμόσφαιρα δημιουργείται με τη βοήθεια του θαυμάσιου φωτισμού του Δημήτρη Κασιμάτη, μια γαλήνια στιγμή γεμάτη λαχτάρα, δέος και σασπένς για την αναμενόμενη εμφάνιση του Δαρείου. Αυτή συντελείται χωρίς να είναι σαφές από που έρχεται η χθόνια, αργόσυρτα παλλόμενη φωνή . Ο Δαρείος αναδύεται μέσα από έναν αχνό λευκό φωτισμό, καθισμένος πλάτη στο κοινό, γυρνώντας ελάχιστες φορές προφίλ. Διακρίνεται στο βάθος, έξω από την ορχήστρα να απευθύνεται στο λαό. Η όψη ενός νεκρού δεν μπορεί να είναι σε κοινή θέα, με εξαίρεση την Άτοσσα που τολμά να τον πλησιάσει, ως το έτερον ήμισυ της κοσμικής εξουσίας και να τον αγκαλιάσει. Ένα Βασιλιάς με σκούρο κοστούμι και παράσημα, ένας σύγχρονος ηγέτης, που απευθύνεται στον λαό του με λόγο διττό. Κατακεραυνώνει την αλαζονεία του Ξέρξη, αιτία τόσων δεινών, προλέγει την επερχόμενη οριστική καταστροφή του στρατού και συγχρόνως υπενθυμίζει στους πολίτες τα οφέλη της υποταγής και της υπακοής στο πολίτευμα. Ο Γιώργος Γάλλος ερμηνεύει τον Δαρείο με έναν μοναδικό απόκοσμο τρόπο, με μόνο εφόδιο την ιδιαίτερης χροιάς φωνή του.
Ο λαός προσπαθεί να διαχειριστεί την ταπεινωτική ήττα αλλά αναζητά και την αιτία. Το πλήθος χάνει την πίστη στο πολίτευμα και.αμφιταλαντεύεται. Είναι η στιγμή της επιστροφής του Ξέρξη, ο οποίος κατεβαίνει από το κοίλον, αντί με ράκη, κοστουμαρισμένος, άψογος, ασταλάκωτος, ένας “πλανητάρχης” ηττημένος μεν αλλά άθικτος. Μια εμφάνιση κόλαφο στη δύναμη της εξουσίας που έχει τη δυνατότητα να περιχαρακώνεται, να μένει ανέγγιχτη, να δρα , να αντιδρά και να πολεμά εκ του ασφαλούς. Με μαεστρία ο Ξερξης καλεί τον λαό του να θρηνήσει μαζί του μετατοπίζοντας την πολιτική και την πολιτειακή κρίση σε ένα αίσθημα αμοιβαίας ευθύνης. Ο Ξέρξης φθάνει στην ορχήστρα και το πλήθος αρχίζει να τον κυκλώνει απειλητικά, φωνάζοντας ονόματα φίλων και συγγενών. Ο Ξέρξης καλεί το πλήθος να “κλάψει στρικγά”. Ο λαός φαίνεται να θέλει να τον λιντσάρει, πράγμα που δεν γίνεται ποτέ, παρά με μια αμφίθυμη διάθεση , τον σφίγγει ολοένα και περισσότερο, τσαλαπατώντας ο ένας τον άλλον, σπρώχνοντάς τον με συνεχώς αυξανόμενη βία. Μια ανθρώπινη μάζα κυλά ανεξέλεγκτα προς το παλάτι. Κάτι μπορεί να συμβεί ή και όχι. Μια ανατροπή στο πολίτευμα εκκολάπτεται ή θα παραμείνουν όλα ίδια; Ένα καυστικό σχόλιο για τις μεγάλες αλλαγές που ευαγγελίζονται κάποιοι και ποτέ δεν γίνονται ή για την αναποφασιστικότητα του λαού που επαναλαμβάνει διαρκώς τα ίδια λάθη . Ο Μιχάλης Οικονόμου, ως Ξέρξης, λιτός και συγκρατημένος υπηρετεί με συνέπεια την σκηνοθετική σύλληψη.
Ο Δημήτρης Καραντζάς μπορεί να επενέβη δυναμικά τοποθετώντας το ιρανικό ποίημα στην πάροδο, αντικαθιστώντας το Γ Στάσιμο με ποίηση ελλήνων και ξένων ποιητών (Ρίτσος, Βαβούρης, Εliot, Zadah Malaal, Καβάφης, Karin Karakasli, Σεφέρης, Shelley, Καρέλλης) και αφαιρώντας την σκηνή της Άτοσσας που απευθύνεται στον γιο της και τον καθησυχάζει λέγοντας ότι πάει να του φέρει μια καινούργια λαμπρή στολή (στεθεροποίηση του πολιτεύματος), ωστόσο όλες οι επεμβάσεις υπηρέτησαν και υποστήριξαν σθεναρά την σκηνοθετική άποψη και διασκευή.
Μια πραγματικά προκλητική παράσταση η οποία αν είχε παρουσιαστεί στο εξωτερικό και είχε πάρει καλές κριτικές, θα την είχαμε υποδεχτεί μετά βαϊων και κλάδων.