Η “Αντιγόνη” είναι η δεύτερη αρχαιότερη σωζόμενη τραγωδία του Σοφοκλή μετά τον “Αίαντα”. Πιθανότατα παρουσιάστηκε το 441π.χ. στα Μεγάλα Διονύσια. Το θέμα της απαγόρευσης της ταφής του Αίαντα στην ομώνυμη τραγωδία επανέρχεται και στην “Αντιγόνη”. Αυτό μαρτυρά ότι το θέμα της απαγόρευσης της ταφής ενός νεκρού αγγίζει ιδιαίτερα τον Σοφοκλή, τον απασχολεί σοβαρά, εμβαθύνει και δίνει, λίγο αργότερα, διαφορετικές διαστάσεις στην “Αντιγόνη”. Στον “Αίαντα” την ταφή του αυτόχειρα κατορθώνουν να εξασφαλίσουν ενάντια στην άρνηση των στρατηγών, Αγαμέμνονα και Μαινελάου, η διπλωματική ικανότητα του Οδυσσέα και η προάσπιση του αδελφικού δικαιώματος από τον Τεύκρο. Στην “Αντιγόνη” η πλοκή είναι πιο σύνθετη και περίπλοκη καθώς ‘κονταροχτυπιούνται’ δύο πρόσωπα, ο Κρέων και η Αντιγόνη, αν και με εντελώς αντίθετες απόψεις, τα οποία όμως αλληλοπροσδιορίζονται και συνυπάρχουν ως συμπληρωματικά μέρη ενός όλου. Αυτό το όλον απαρτίζει η Πόλις-Κράτος , μια ευνομούμενη πολιτεία η οποία σέβεται τους νόμους των θεών και των ανθρώπων.
Στον πυρήνα της τραγωδίας βρίσκεται η σύγκρουση μεταξύ του ηθικού χρέους και της αλαζονείας της εξουσίας, των γραπτών και άγραφων νόμων, του αρσενικού και του θηλυκού, του σωστού και του λάθους, του νέου και του παλαιού. Μια σύγκρουση που αναπτύσσει ένα ευρύ φάσμα ‘σπινθήρων’, στην οποία δεν υπάρχουν ούτε νικητές ούτε ηττημένοι. Ο Σοφοκλής κρατά ίσες αποστάσεις σε αυτή τη σύγκρουση αφήνοντας στον θεατή να κρίνει και να συναισθανθεί τα τεκταινόμενα επί σκηνής για να μπορέσει να δράσει η τραγωδία “δι’ελαίου και φόβου περαίνουσα την των τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν”. Έτσι γεννιέται στον θεατή η Τραγική Συγκίνηση. Αυτό το στοιχείο εξαφανίστηκε εντελώς από την “Αντιγόνη” που σκηνοθέτησε ο Τσέζαρις Γκραουζίνις στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου.
Εξ αρχής ο σκηνοθέτης τάχθηκε με το μέρος της Αντιγόνης, παρουσιάζοντας την σύγκρουση Αντιγόνης-Κρέοντα σαν μια κόντρα με λαϊκές πινελιές ανάμεσα στο μαύρο και το άσπρο, στο καλό και στο κακό, στον padre padrone και στο ανυπόταχτο θηλυκό. Αυτή η σκηνοθετική προσέγγιση δημιούργησε, μοιραία, πολλά στεγανά καταλήγοντας σε στερεοτυπικές ερμηνείες, τις οποίες κατά κάποιον τρόπο είχε προοικονομήσει το cast των ηθοποιών. Η παραγωγός εταιρεία “Λυκόφως” φρόντισε να δημιουργήσει ένα θίασο με επιτυχημένα τηλεοπτικά πρόσωπα, ως επί το πλείστον από τη σειρά “Άγριες μέλισσες”, για να προκαλέσει αίσθηση στο κοινό. Πράγμα που το πέτυχε με δύο sold out παραστάσεις στην Επίδαυρο, Σάββατο-Κυριακή, κατακλύζοντας το κοίλον του θεάτρου με 17.000 θεατές.
Μετά το τέλος του πολέμου, που σφράγισε η αδελφοκτονία των Ετεοκλή και Πολυνείκη, ο Κρέων γιορτάζει την εγκαθίδρυση της τυραννίας του στις Θήβες και συγχρόνως απαγορεύει την ταφή του Πολυνείκη, ως εχθρού της πόλης, με τίμημα τον θάνατο σε όποιον παραβεί την εντολή του. Η Αντιγόνη, ένα δεκαεξάχρονο κορίτσι τολμά να τον αψηφήσει με συνέπεια να υποστεί το βαρύ τίμημα του θανάτου. Ένα λιτό και έξυπνο σκηνικό (σκηνικά-κοστούμια Kenny Mclellan) με μακρόστενες, ξύλινες τάβλες και διάσπαρτες καλέκλες, άλλες όρθιες , άλλες αναποδογυρισμένες και άλλες πλαγιαστές καλύπτουν την ορχήστρα του θεάτρου. Αργότερα αυτές οι τάβλες θα σχηματίσουν ένα μακρύ τραπέζι, σκεπασμένο με λευκό τραπεζομάντηλο, ένα γιορτινό τραπέζι το οποίο, στο τέλος, θα μετατραπεί σε τραπέζι μακαριάς. Οι νεκροί Αντιγόνη, Αίμων και Ευριδίκη ανταμώνουν στον Άδη, ενώ ο χορός συντρώγει και καλεί τον Κρέοντα να πλησιάσει καθώς κάθεται παράμερα αποξενωμένος, βυθισμένος στις σκέψεις του και στην ερημιά του.
Ο Λιθουανός σκηνοθέτης διάβασε την τραγωδία με μια τηλεοπτική λογική διαχωρίζοντάς την σε επεισόδια, όπου το ένα διαδέχεται το άλλο, ενώ συγχρόνως σβήνουν και ανάβουν τα φώτα. Αποτέλεσμα στο ενδιάμεσο να μεσολαβεί το ηχηρό χειροκρότημα του κοινού δυναμιτίζοντας κάθε αίσθηση τραγικού και κονιορτοποιώντας τη συγκίνηση που γεννά η σιωπή , ειδικά σε αυτόν τον χώρο.
Η εμφάνιση του χορού με σκούρα κοστούμια και πουκάμισα, με πλατύγυρα καπέλα και τραγιάσκες σαν μια ρεμπέτικη κομπανία με ακορντεόν, βιολί και ένα νταούλι, μια φευγαλέα μνήμη από τον “Θίασο” του Θόδωρου Αγγελόπουλου, εξαφανίζεται στα επόμενα στάσιμα με αυτήν τη μορφή. Η μουσική του Δημήτρη Θεοχάρη ακούγεται πλέον ηχογραφημένη. Μια μουσική σύνθεση χωρίς ταυτότητα, η οποία ‘παντρεύει’ πιανιστικές μελωδίες με ζεϊμπέκικα και με απόηχους παραδοσιακής μουσικής. Το ίδιο αλαλούμ επικράτησε και στη χορογραφία (κινησιολογική επιμέλεια Edgen Lame) ακολουθώντας τα πατήματα της μουσικής.
Το συγκλονιστικό χορικό το οποίο εξυμνεί τη διάνοια του ανθρώπου, ο οποίος δαμάζει τα στοιχεία της φύσης επιτυγχάνοντας θαυμαστά κατορθώματα ακούστηκε αδιάφορα καθώς ο κορυφαίος του χορού (Ιεροκλής Μιχαηλίδης) το είπε σαν να σχολίαζε στο καφενείο τα κατορθώματα των χωρικών του διπλανού χωριού. Ενώ το πασίγνωστο τρίτο στάσιμο του χορού που υμνεί τον έρωτα ειπώθηκε από ένα μέλος του χορού σαν ένα απλοϊκό ερωτικό τραγούδι , σαν να έκανε καντάδα στην αγαπημένη του.
Ο Γκραουζίνις προασπάθησε να καθοδηγήσει υποκριτικά τους ηθοποιούς σε ένα λαϊκότροπο νατουραλιστικό παίξιμο γειώνοντας τελείως την τραγωδία. Ο Βασίλης Μπισμπίκης έπαιξε έναν macho Κρέοντα, νταή με τα χέρια στις τσέπες, έναν Δον Κορλεόνε που αψηφά τους πάντες και τα πάντα. Η Έλλη Τρίγγου υπήρξε μια αδύναμη Αντιγόνη. Μια ικανότατη ηθοποιός η οποία έμεινε τελείως ακαθοδήγητη. Η Δανάη Μιχαλάκη, ως Ισμήνη, έδειξε ότι είναι ακόμα ‘άγουρη’ για την ορχήστρα της Επιδαύρου. Ο έμπειρος ηθοποιός Ιεροκλής Μιχαηλίδης παρέπαιε υποκριτικά μη μπορώντας να δώσει ένα σκηνικό στίγμα. Ο Χρήστος Σαπουντζής, ηθοποιός με στιβαρή υποκριτική στόφα , παρουσίασε έναν Τειρεσία στα όρια του γελοίου, ψαχουλεύοντας διαρκώς τον αέρα για να δείξει ότι είναι τυφλός, ντυμένος σαν ζογκλέρ , με ένα μαύρο κολλητό κολάν μέχρι τα γόνατα και με μια φαρδιά άσπρη πουκάμισα από πάνω. Ακόμα και ο ταλαντούχος ηθοποιός Γιώργος Παπαγεωργίου στο ρόλο του Άγγελου υπήρξε άχρωμος υποκριτικά. Οι μόνοι που κατόρθωσαν να καταθέσουν μια ολοκληρωμένη περσόνα υποκριτικά ήταν ο ευαίσθητος, ειλικρινής με βαθιά αίσθηση τραγικότητας, ο πολλά υποσχόμενος, Στρατής Χατζησταματίου στο ρόλο του Αίμονα καθώς και ο πάντα συνεπής Κώστας Κορωναίος δημιούργησε έναν γλαφυρό Φρουρό οδηγώντας όμως, σε κάποια σημεία, το κωμικό στοιχείο στην υπερβολή. Η Ευριδίκη της Μαρίνας Αργυρίδου υπήρξε μια αψυχολόγητη φιγούρα τόσο υποκριτικά όσο και εμφανισιακά, σαν να μην ήξερε ο σκηνοθέτης πως να την χρημοποιήσει.
Ο Τσέζαρις Γκραουζίνις κατέθεσε μια πολύ ενδιαφέρουσα προσέγγιση της τραγωδίας “Επτά επί Θήβας” πριν μερικά χρόνια. Δυστυχώς όμως, αυτήν τη φορά, αποκαθήλωσε την “Αντιγόνη” από το τραγικό της νόημα και πέτυχε να μετατρέψει την ορχήστρα του Αργολικού Θεάτρου σε τηλεοπτική οθόνη. Κρίμα γιατί αυτές οι χιλιάδες θεατές, που ενδεχομένως ήρθαν στην Επίδαυρο πρώτη φορά, θα μπορούσαν να βιώσουν την τραγική συγκίνηση μιας ‘πραγματικής’ τραγωδίας.