Μια ξύλινη τετράγωνη εξέδρα λίγων τετραγωνικών, σαν μια νησίδα φωτεινή μέσα στο σκοτάδι της αίθουσας Ε της Πειραιώς 260, με λουλούδια, γλάστρες, ένα ντιβάνι με λουλουδάτα μαξιλάρια τυλιγμένα σε νάυλον, λίγο πιο μέσα ένα κουζινάκι, μια ντουλάπα, ένα τραπέζι. Ένα συμβολικό σκηνικό (Νίκος Δεντάκης, Κατερίνα Μόσχου) με διττή ερμηνεία: ρεαλιστικό και ταυτόχρονα αφαιρετικό, το εξωτερικό του σπιτιού, η αυλή που χάνεται στο εσωτερικό του σπιτιού, μια κουκίδα φωτός που αντιστέκεται στο σκοταδι που την κυκλώνει. Το σκηνικό της παράστασης “Το ρόδο είναι ρόδο” προοικονομεί το δίπολο των αντίρροπων δυνάμεων το οποίο την διατρέχει: η ολοφάνερα φτωχική ζωή “ποτίζεται” με πλούσια αισθήματα, η βία μάχεται τη διαφορετικότητα, η μοναξιά αντιστέκεται στην απόρριψη και την κατακραυγή, η πίκρα αντιμάχεται κάθε απωθημένο που δημιουργεί ο σκληρός και ανελέητος κοινωνικός περίγυρος, η αγάπη συντρίβει το μίσος.
Το έργο ” Το ρόδο είναι ρόδο” της Κατερίνας Λούβαρη Φασόη είναι ένα κράμα ντοκουμέντου και μυθοπλασίας. Βασίζεται στην πραγματική ιστορία της Δήμητρας από τη Σκάλα Συκαμιάς, της Λέσβου. Ένα αγόρι που από 14 χρονών αισθάνεται γυναίκα, περνά το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του μέσα στην απόρριψη, την περιφρόνηση, την αποξένωση και τη βίαιη συμπεριφορά από το οικογενειακό και συγγενικό περιβάλλον αλλά και από την κλειστή κοινωνία του χωριού. Μόνο μετά τον θάνατο της μητέρας της αισθάνεται ελεύθερη να ντυθεί με γυναικεία ρούχα ως ένας απελευθερωμένος άνθρωπος, αγνοώντας τους πάντες και τα πάντα.
Η συγγραφέας αντλεί υλικό από το ντοκιμαντέρ της Τζέλης Χατζηδημητρίου “Mr. Dimitris and Mrs. Dimitroula” (2019) και συγχρόνως εμπνέεται από τα πανανθρώπινα μηνύματα του Λούθερ Κινγκ, από το βιβλίο του “Η δύναμη της αγάπης”.
Η Διονυσία στο έργο “Το ρόδο είναι ρόδο” είναι μια ξεχωριστή ύπαρξη, ευαίσθητη, καλόκαρδη και καλοπροαίρετη που ζει με τις γάτες και τα λουλούδια της. Κατοικεί σ’ ένα ακριτικό χωριό, μακριά από τη θάλασσα, υπομένοντας στοϊκά τη χλεύη και τη βαρβαρότητα, λεκτική και ουσιαστική, της συντηρητικής και απαίδευτης τοπικής κοινωνίας. Φορά πολύχρωμα φορέματα, λαμπερά faux κοσμήματα, τραγουδά, χορεύει, απολαμβάνει με τις αντένες της ψυχής της μουσική από όπερες, λατρεύει την Μπέλου και είναι πάντα πρόθυμη να προσφέρει σε ξένους και εχθρούς από το υστέρημά της αλλά και από το περίσσευμα της καρδιάς της. Μια μέρα ένας νεαρός, ο Τζώρτζης, φέρνει αυγά στη Διονυσία. Φορά ένα καπέλο jockey με έμβλημα μια ελληνική σημαία, αφήνοντας να εννοηθεί ότι ανήκει σε κάποια ομάδα ακραίων πεποιθήσεων. Ο Τζώρτζης, μετά τη σύντομη συναναστροφή του με τη Διονυσία, φαίνεται ότι αρχίζει να την αντιμετωπίζει διαφορετικά. Ώσπου μια ομάδα νεαρών εισβάλει στο φτωχόσπιτο, καταστρέφουν τα πάντα εκσφενδονίζοντας βωμολοχίες, την κακοποιούν και την αφήνουν αιμόφυρτη μπροστά σ’ έναν άτολμο Τζώρτζη, ο οποίος δεν έχει το θάρρος να επέμβει και να σταματήσει όσα συμβαίνουν.
Η δραματουργία του έργου παρουσιάζει αρκετές αδυναμίες. Η συγγραφέας στέκεται σε μια απλή παράθεση των γεγονότων, με επιφανειακή εμβάθυνση. Ειδικά μετά την επίθεση της ομαδας υπάρχει μια εμμονή σε συνεχείς βωμολοχίες καθώς και μια υπερβολική βιαιοπραγία. Ωστόσο το όνειρο, το οποίο διηγείται η Διονυσία στον Τζώρτζη και προοικονομεί τον βίαιο θάνατό της, εντάσσεται έξυπνα στη ροή του έργου, λίγο πριν το τέλος.
Η σκηνοθεσία του Παντελή Δεντάκη κινείται σε ασφαλείς επιλογές προσπαθώντας να καλύψει τις δραματουργικές αδυναμίες του κειμένου. Αντιπαραθέτει την ατμόσφαιρα που αναπτύσσεται στη συνάντηση του Τζώρτζη με τη Διονυσία , πριν την επίθεση των νεαρών σε αυτήν που δημιουργείται και μετά. Υπαινικτικές σιωπές και μακρόσυρτες παύσεις κυοφορούν αισθήματα και προσμονή εν αντιθέσει με τη βαρβαρότητα και τη βιαιοπραγία που κυριαρχούν μετά.
Το μεγάλο ατού της παράστασης είναι ένας συγκλονιστικός Χρήστος Στέργιογλου, οποίος καταθέτει με πάθος και μέτρο μια συγκινητική και ανθρώπινη Διονυσία. Με μετρημένες κινήσεις, εκπληκτικές εκφράσεις προσώπου, φανταστική κίνηση χεριών και κεφαλής, καθηλωτική εκφορά λόγου και εντυπωσιακές ποιότητες φωνής πλάθει την περσόνα της Διονυσίας με απόλυτο σεβασμό και βαθιά ενσυναίσθηση. Ο Γιάννης Παπαδόπουλος διαχειρίζεται τον ρόλο του Τζώρτζη με ιδιαίτερη ικανότητα αφήνοντας να διαφανεί μέσα από μια αμφίσημη συμπεριφορά και σωματικότητα η αλλαγή των αρχικών του πιστεύω που συνοδοιπορούσαν με εκείνα της ομάδας των νεαρών εισβολέων. Με μεγάλη λεπτότητα, καθόλου κραυγαλέα, δημιουργεί μια ρωγμή στο ρόλο του Τζώρτζη απ’ όπου αναδύεται μια λανθάνουσα σεξουαλικότητα και μια ειλικρινή μεταμέλεια.
Οι ηθοποιοί της ομάδας των εισβολέων: Θανάσης Κρομλίδης, Βασίλης Ντάρμας και Γιάννης Σερίφης υπήρξαν συνεπέστατοι σε αυτό που τους ζητήθηκε.
Η παράσταση εντάσσεται στο πλαίσιο του showcase που διοργανώνει το Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου για την προώθηση του Θεάτρου και των Παραστατικών Τεχνών εκτός Ελλάδος. Για αυτόν τον λόγο έχουν προσκληθεί καλλιτεχνικοί διευθυντές ξένων θεάτρων και καλλιτεχνικών φορέων, curators και δημοσιογράφοι για να παρακολουθήσουν μαζί με το ελληνικό κοινό τις δουλειές των Ελλήνων καλλιτεχνών. Μια πολύτιμη πρωτοβουλία του Φεστιβάλ με την επωνυμία “Grape” (Greek Agora of Performance), η οποία δίνει τη δυνατότητα στο ελληνικό καλλιτεχνικό δυναμικό να παρουσιάσει τη δουλειά του σε διεθνείς σκηνές.