Το έργο του Γιάννη Τσίρου με τίτλο “Αράφ” σκηνοθετεί στο Θέατρο Αποθήκη ο Γιώργος Παλούμπης. Το έργο ξεκίνησε να γράφεται το 2015, δεν ολοκληρώθηκε και έμεινε ως εκκρεμότητα, με το συγγραφέα να το ξαναδουλεύει και να το τελειώνει την άνοιξη του 2022 (πηγή: Ειρήνη Δρίβα, άρθρο στο olafaq 19-10-2023). Στο Ισλάμ al-A’raf (الأعراف) είναι ο τόπος μετάβασης ανάμεσα στο Jannah (παράδεισος) και στο Jahannam (κόλαση), όπου οι “κάτοικοί” του έχουν ένα ισορροπημένο ισοζύγιο αμαρτιών και αρετών, οπότε δεν είναι απόλυτα αμαρτωλοί ή απόλυτα καθαροί (πηγή: Wikipedia). Σε ένα νησί του Αιγαίου, το οποίο δεν προσδιορίζεται, ένας αδέσποτος σκύλος σώζεται από τον πνιγμό και βρίσκει (προσωρινό) καταφύγιο στο ξενοδοχείο του σωτήρα του. Το μέλλον του φαντάζει νεφελώδες και αβέβαιο και γι’ αυτό ερίζουν και καταθέτουν απόψεις και επιχειρήματα οι τρεις ήρωες του έργου, ο Ηλίας ο ξενοδόχος, η Ματίνα η κτηνίατρος και ο Φώτης ο κηπουρός. Υπάρχουν διλήμματα, ερωτήσεις που αναζητούν άμεσες απαντήσεις που δεν είναι πάντοτε εύκολες και εσωτερικές συγκρούσεις ανάμεσα στην ανάγκη και την ηθική, τη λογική και το συναίσθημα, το καθήκον και το βόλεμα. Το κείμενο πέρα από τους προφανείς και βασικούς θεματικούς του πυρήνες, κρύβει αλληγορίες και είναι πολυεπίπεδο, με πτυχές ατομικές και συλλογικές, ταξικές, κοινωνικές και ηθικές, αλλά και ψυχολογικές και συνειδησιακές διακυμάνσεις και αντιθέσεις που επιχειρούν να προσεγγίσουν τα εσώτερα του ψυχισμού του κάθε αναγνώστη (ή θεατή όσον αφορά την παράσταση) και φιλοδοξούν να προβληματίσουν δημιουργικά.
Ο Γιώργος Παλούμπης στη σκηνοθετική επιμέλεια της παράστασης υιοθετεί μια απόλυτα ρεαλιστική αφηγηματική γραμμή και δίνει χώρο και χρόνο σε όλους τους χαρακτήρες να συστηθούν στο θεατή και να ξεδιπλώσουν σταδιακά στοιχεία της σκέψης και του ψυχισμού τους. Το χτίσιμό τους είναι συνεχές και εξελικτικό και πλάθει απλούς, καθημερινούς ανθρώπους με διακριτά χαρακτηριστικά που κινούνται σε ευρύτατο φάσμα προτερημάτων και ελαττωμάτων, τρόπου σκέψεως, αντιλήψεων και συμπεριφορών και συνιστούν ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα ανθρώπων του σήμερα. Τα κοινά στοιχεία πάνω στα οποία έχει βασιστεί η μεταξύ τους σχέση γίνονται το εφαλτήριο για να αποκαλυφθούν, μέσα από τη μεταξύ τους κουβέντα, οι βασικές τους διαφορές σε αρκετούς τομείς τόσο της προσωπικής όσο και της επαγγελματικής τους υπόστασης. Οι απόψεις, τα πιστεύω και τα διλήμματα του καθενός δημιουργούν διαφωνίες και συγκρούσεις, οι οποίες βασίζονται στη φιλοσοφία ζωής και την ιδιοσυγκρασία του κάθε ήρωα. Η κορύφωσή τους γίνεται σε υψηλούς μεν τόνους, αλλά χωρίς υστερία, ανώφελες εκρήξεις και βαρύ λεξιλόγιο που θα αποπροσανατόλιζαν από την ουσία του έργου. Οι αλληγορίες του κειμένου είναι συνεχώς παρούσες και οι ήρωες πατούν συνέχεια σε “γκρίζες” και αμφισβητήσιμες ζώνες. Κάποιες νοηματικές αδυναμίες και μια κρυμμένη εσωτερική ενέργεια που δεν αναπτύσσεται πάντοτε εύρυθμα δεν επηρεάζουν σημαντικά την τελική γεύση που αφήνει στο θεατή η παράσταση. Οι ρόλοι είναι σωστά μοιρασμένοι, έχουν εξελικτική πορεία και επιτρέπουν στους τρεις ηθοποιούς (σε συνδυασμό με το ατομικό τους ταλέντο) να αναπαραστήσουν εύστοχα και με πληρότητα τους χαρακτήρες που ερμηνεύουν. Η τελευταία σκηνή γίνεται το καλύτερο υλικό προβληματισμού για το θεατή και πεδίο δημιουργικής σκέψης.
Η Ράνια Σχίζα είναι η Ματίνα, η κτηνίατρος, η οποία προσπαθεί να είναι δίκαιη, αλλά ταυτόχρονα και αυστηρά (σχεδόν αποστειρωμένα) μέσα στα πλαίσια του νόμου. Επειδή ο ιδανικός συνδυασμός των δύο δεν είναι σχεδόν ποτέ εφικτός, δίνει τις προσωπικές της μάχες για να πετύχει την ισορροπία που θα ικανοποιεί την επαγγελματική της ακεραιότητα, αλλά και την προσωπική της εσωτερική ηρεμία. Η πάλη μέσα της δεν είναι εύκολη και αυτή αποτυπώνεται στις εκφράσεις της, στη συχνά νευρική κίνησή της, αλλά και στο χρωματισμό του λόγου της. Η πίεση που αισθάνεται είναι έντονη, οι δαίμονές της την ταλαιπωρούν, το πάθος της δεν είναι πάντα αρκετό, καθώς είναι ικανή να αναγνωρίσει τις ανεπάρκειές της. Ο Ιωσήφ Πολυζωίδης υποδύεται τον Ηλία, τον ξενοδόχο, του οποίου η δημοφιλία έχει αυξηθεί θεαματικά μετά τη διάσωση του σκύλου. Ο ίδιος προσπαθεί να διαχειριστεί την καινούργια αυτή κατάσταση και να αποκομίσει το μέγιστο δυνατό όφελος από αυτήν. Κινείται στα όρια της αυταρέσκειας και μιας επίπλαστης διπλωματίας, προσπαθώντας να μην αποκαλύψει τις καλά κρυμμένες φοβίες του. Οι δύο πλευρές του εαυτού του αναπόφευκτα συγκρούονται, η καλοσύνη και η ηθική του κλυδωνίζονται έντονα από τις αποφάσεις που πρέπει να πάρει. Το στιβαρό και έντονο πάτημα στη σκηνή και οι φωνητικές κορυφώσεις του ρόλου του, αντιπαραβάλλονται επιτυχημένα με τις ανασφάλειες που υπάρχουν βαθιά μέσα του κι έναν λελογισμένο καιροσκοπισμό που επιδεικνύει. Ο Φώτης Λαζάρου παίζει το Φώτη τον κηπουρό, ένα χαρακτηριστικό τύπο απλού και μεροκαματιάρη ανθρώπου, που συχνά ευαγγελίζεται ακραίες και μη δημοφιλείς ιδέες και απόψεις. Είναι ευθύς, δεν κρύβει τις αδυναμίες και την ημιμάθειά του με έναν αφοπλιστικά ρεαλιστικό τρόπο, είναι φωνακλάς και παρορμητικός, αλλά μέσα από κάποιες κυνικές εξάρσεις του φαίνονται ψήγματα ευαισθησίας και συναίσθησης. Καταφέρνει να είναι άμεσος, αληθινός και ανταποκρίνεται με επάρκεια στις απαιτήσεις του ρόλου του. Οι τρεις αυτές ερμηνείες έχουν ψυχή, πολύ καλή σκηνική συνεργασία και καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα ανθρωπότυπων της διπλανής πόρτας. Η συνεχής τους αλληλεπίδραση και οι συναισθηματικές τους διακυμάνσεις, τους κρατούν σε εγρήγορση, με τον καθένα να διατηρεί μεν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, αλλά ταυτόχρονα να γίνονται μια ομάδα με χημεία και ερμηνευτική ποικιλία.
Το σκηνικό της Νατάσσας Παπαστεργίου είναι η ρεσεψιόν ενός παραμελημένου και δευτεροκλασάτου ξενοδοχείου περασμένων δεκαετιών σε ένα ελληνικό νησί και ταιριάζει απόλυτα με την παρακμή και την ευμετάβολη ψυχολογία που συχνά εκπέμπουν και τροφοδοτούν οι χαρακτήρες του έργου. Η ίδια επιμελήθηκε και τα κοστούμια που είναι απλά και καθημερινά, ότι ακριβώς θα περίμενε κανείς για τους τύπους ανθρώπων που ντύνει. Ο Κώστας Νικολόπουλος στη μουσική σύνθεση δε μου άφησε κάτι το ιδιαίτερο να θυμάμαι. Οι φωτισμοί του Βασίλη Κλωτσοτήρα εστιάζουν σωστά στους ήρωες και παρακολουθούν τα σκαμπανεβάσματα της ψυχολογίας τους.
Συμπερασματικά, στη σκηνή του Θεάτρου Αποθήκη, παρακολούθησα μια παράσταση ενός νεοελληνικού κειμένου πολυεπίπεδου και γεμάτου αλληγορίες, με ήρωες καθημερινούς που εύκολα αναγνωρίζουμε στο στενό ή ευρύτερο περιβάλλον μας. Η σκηνοθετική γραμμή ανέδειξε τους κοινωνικούς και ηθικούς προβληματισμούς του κειμένου, βάδισε σε ρεαλιστικά μονοπάτια, ιχνογράφησε μέσα από τις αντιπαραθέσεις των χαρακτήρων την ψυχοσύνθεσή τους και παρά τις κάποιες μικρές αρρυθμίες κράτησε το ενδιαφέρον του θεατή μέχρι το τέλος. Σε αυτό συνέβαλλαν και οι τρεις ηθοποιοί με τις ερμηνείες τους, στις οποίες χρησιμοποίησαν σωστά τα εκφραστικά τους μέσα, ενώ είχαν πολύ καλή συνεργασία στο σανίδι και απέφυγαν ότι περιττό θα χαλούσε αυτή την πολύ καλή σκηνική τους εικόνα. Αποτελεί μία από τις πολύ καλές θεατρικές προτάσεις αυτού του χειμώνα.