Το έργο της Λούλας Αναγνωστάκη με τίτλο “Η Κασέτα” σκηνοθετεί στο Θέατρο Σταθμός ο Μάνος Καρατζογιάννης. Γράφτηκε το 1982 και ανέβηκε για πρώτη φορά στο θέατρο τη σεζόν 1983-84 στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης υπό τη σκηνοθετική επιμέλεια του Καρόλου Κουν και με τους Γιώργο Αρμένη, Μίμη Κουγιουμτζή, Λάζαρο Γεωργακόπουλο, Λυδία Κονιόρδου, Σπύρο Κωνσταντόπουλο και Σούλα Αθανασιάδου στη διανομή των ρόλων. Στην αυλή μιας μονοκατοικίας στην Αθήνα συναντάμε τον Παύλο και την οικογένειά του, τον πατέρα του τον κυρ-Τάσο, με τη δεύτερη γυναίκα του τη Μαρίτσα και τον μικρότερο αδερφό του το Γιωργάκη. Την αυλή μοιράζονται και η αδερφή της Μαρίτσας, η Βαγγελιώ με την κόρη της την Κατερίνα. Είναι ένας ευάλωτος και ευαίσθητος νεαρός άντρας, υιοθετημένος γιος του Τάσου, καταπιεσμένος στο περιβάλλον που ζει και με δυσκολίες στην επικοινωνία του με τους άλλους. Ηχογραφεί μηνύματα σε κασέτα που απευθύνονται στο φίλο του Αλί Αγκτσά, ένα υπαρκτό πρόσωπο, τον Τούρκο που το 1981 αποπειράθηκε να δολοφονήσει τον Πάπα Ιωάννη Παύλο τον Β’. Ο πατέρας του παραμένει φανατικός αντικομμουνιστής που αναμασά τον εμφύλιο και τα δεινά του και βλέπει την πραγματικότητα μόνο υπό αυτό το πρίσμα. Η Μαρίτσα είναι μια γλυκιά γυναίκα με αντίληψη και κατανόηση και αποτελεί την κινητήρια δύναμη της οικογένειας και την ήρεμη δύναμή της. Ο Γιωργάκης είναι ένας ενθουσιώδης έφηβος, φανατικός οπαδός του Ολυμπιακού που θέλει να δανείζεται τη μηχανή του αδερφού του για να “πουλάει μούρη” στους φίλους του. Η Βαγγελιώ είναι μια κακοποιημένη από τον άντρα της γυναίκα που δείχνει να έχει χάσει τον προσανατολισμό της ζωής της, ενώ η κόρη της η Κατερίνα είναι εμμονικά και καταπιεστικά ερωτευμένη με τον Παύλο. Στην παρέα τους βρίσκονται συχνά ένα ανύπαντρο ζευγάρι, ο Σπύρος που τσακώνεται συνεχώς για τα πολιτικά με τον κυρ-Τάσο και καυχιέται για φανταστικές του επιτυχίες και η Καίτη μια λαϊκή γυναίκα, που είναι για χρόνια σύντροφός του και για χάρη της αγάπης της γι΄αυτόν υφίσταται πολύ συχνά προσβολές και υποτίμηση. Άνθρωποι απλοί, καθημερινοί, αναγνωρίσιμοι, με πάθη και ελαττώματα, που μπορεί να είμαστε εμείς ή οι διπλανοί μας και συνθέτουν ένα ενδιαφέρον κολλάζ χαρακτήρων και ανθρώπινων τύπων.
Ο Μάνος Καρατζογιάννης σκηνοθετεί την παράσταση διατηρώντας ατόφια τη γνήσια λαϊκή γλώσσα γραφής της συγγραφέως, αλλά και τη σκοτεινή υφολογική προσέγγιση των χαρακτήρων του έργου. Χτίζει προσεκτικά τους χαρακτήρες αυτούς μέσα από τους διαλόγους και τις αντιδράσεις τους, καταφέρνοντας να προβάλλει επιτυχημένα το πόσο διακριτός είναι ο καθένας τους. Παρά το όποιο φλερτ με την υπερβολή, τους εικονογραφεί με την αλήθεια των συναισθημάτων και του ψυχισμού τους, τα ελαττώματα και τις αξίες τους, τα ενδιαφέροντα και τις αγωνίες τους. Τίποτε δεν τους προσφέρθηκε και η ζωή δε στάθηκε γενναιόδωρη μαζί τους. Παρόλο που κάποια στοιχεία του έργου μπορεί να φαντάζουν παρωχημένα στην εποχή μας, η σκηνοθεσία καταφέρνει να αναδείξει τη διαχρονικότητά τους είτε με συμβολισμούς, είτε ωθώντας το μυαλό του θεατή σε δημιουργικούς παραλληλισμούς με το σήμερα. Άλλωστε γίνεται προφανές ότι οι βαθύτερες εσωτερικές αναζητήσεις του ανθρώπου έχουν υποστεί ελάχιστη μεταβολή στην ουσία τους. Ο μικρόκοσμος του τότε διατηρεί πολλές ομοιότητες με το σήμερα κι αυτός παρελαύνει καθαρός και διαφανής στη σκηνή. ‘Ισως με μια λίγο μεγαλύτερη συναισθηματική φόρτιση απ΄ ότι χρειαζόταν, αλλά ποιος από εμάς καταφέρνει να αποφύγει πάντοτε την υπερβολή; Η ανθρωποκεντρική σκηνοθετική οπτική ταιριάζει γάντι στη γραφή της συγγραφέως που δε διστάζει να καταδυθεί στην ανθρώπινη ψυχή και να ακτινογραφήσει τις αντιθέσεις και τη δυναμική της.
Ο Μάνος Καρατζογιάννης επωμίζεται το ρόλο του Παύλου και τον αποτυπώνει με δυναμισμό, ένταση, αλλά και την ευαισθησία που κρύβει μέσα του ο ήρωας αυτός. Άλλοτε δοσμένος με παλμό στα όνειρά του και άλλοτε σαν χαμένος που κυνηγά μια ουτοπία, χειρίζεται έξυπνα τις αντιθέσεις του και προχωρά με τις προσωπικές του νίκες και ήττες. Η Σμαράγδα Σμυρναίου ερμηνεύει τη Μαρίτσα με μεγάλη ωριμότητα και απόλυτη ισορροπία των εκφραστικών της μέσων. Γίνεται ο συνδετικός κρίκος όλων, το λιμάνι τους, ο χαρακτήρας με την ευρύτερη ίσως συναισθηματική παλέτα και την πιο αισιόδοξη προοπτική, που δείχνει να έχει τη δυνατότητα να καταλάβει τους πάντες και να αποτελέσει το συναισθηματικό τους αποκούμπι. Ο Γιώργος Ζιόβας υποδυόμενος τον κυρ-Τάσο πλάθει με πειστικό τρόπο έναν παλαιοκομματικό τύπο ανθρώπου με ελάχιστη πνευματική ευελιξία και με τη συντηρητική του φύση να έχει αλλοτριώσει σχεδόν πλήρως τον ψυχισμό του. Ο Γιώργος Δεπάστας παίζει το Σπύρο, έναν ήρωα ημιμαθή, φωνακλά, εγωπαθή, που ενώ έχει άποψη για όλους και όλα, δεν έχει καταφέρει να λύσει ούτε ένα από τα εσωτερικά του αδιέξοδα. Χωρίς να έχει χτυπητές αδυναμίες, δεν κατάφερε να δώσει ολοκληρωμένα εκείνες τις ιδιαίτερες αποχρώσεις που κάνουν τον ήρωα αυτόν, ένα χαρακτηριστικό τύπο Νεοέλληνα. Η Ερμίνα Κυριαζή είναι η Καίτη, μια γυναίκα λαϊκή, χαμηλού μορφωτικού επιπέδου, αλλά με έντονο συναισθηματικό φορτίο. Έχει μια αφοπλιστική φυσικότητα και απλότητα στον τρόπο που εκφράζεται και ο λόγος της εκπέμπει ειλικρίνεια και εντιμότητα, χαρακτηριστικά μιας γυναίκας με συναισθηματικά κενά, αλλά και με απλά και ξεκάθαρα τα θέλω της ζωής της. Η Αναστασία Ραφαέλα Κονίδη ως Κατερίνα δημιουργεί μια ηρωίδα απόλυτα προσκολλημένη συναισθηματικά με τον Παύλο, που δείχνει να μη θέλει να αποκτήσει αυτόφωτη προσωπικότητα, αλλά να την ικανοποιεί η ετερόφωτη παρουσία της δίπλα του. Φλέρταρε με την υπερβολή, χωρίς να φωτίσει πλήρως τα αίτια της συναισθηματικής της πενίας. Η Βάσω Καμαράτου στο ρόλο της Βαγγελιώς εικονοποιεί μια γυναίκα με έντονο παρελθόν κακοποίησης το οποίο εκφράζει τόσο με τον τόνο της φωνής της, όσο και με τη γενικότερη σκηνική της παρουσία θυμίζοντας συχνά κυνηγημένο ζώο. Ο Γιάννης Τσουμαράκης υποδύεται το Γιωργάκη, έναν ενθουσιώδη έφηβο που προσπαθεί να χτίσει έναν χαρακτήρα αρεστό στην παρέα του. Ορμητικός, αν και λίγο αφελής, χωρίς να χάνει την παιδική του απλότητα, είναι πολύ πειστικός και συμπαθής στην αγωνία του να ξεχωρίσει και να ακουμπήσει τα πρότυπά του.
Το σκηνικό του Άγγελου Αγγελή έντυσε με λιτότητα και χαρακτηριστικές πινελιές το χώρο, χωρίς περιττά σκηνικά αντικείμενα και αφήνοντας άνετους διαδρόμους για την απρόσκοπτη κίνηση των ηθοποιών. Τα κοστούμια του ίδιου ήταν απλά, καθημερινά, αντιπροσωπευτικά των χαρακτήρων που έντυσαν, χωρίς τίποτα που να τραβά χωρίς λόγο την προσοχή. Η μουσική του Γιώργου Ανδρέου συνόδεψε αρμονικά το λόγο, αν και θα ήθελα να υπογραμμίσει λίγο περισσότερο τις κορυφώσεις του. Ο ηχητικός σχεδιασμός έγινε από τον Αντώνη Παπακωνσταντίνου, ενώ οι φωτισμοί του Άγγελου Παπαδόπουλου σε ένα δημιουργικό παιχνίδι με τις σκιές, εστίασαν με μία κρυφή μελαγχολία στα πρόσωπα των ηρώων.
Συμπερασματικά, στη σκηνή του θεάτρου Σταθμός, παρακολούθησα μια παράσταση ενός εξαιρετικού Ελληνικού κειμένου που παρ’ όλη την ηλικία του δεν έχει χάσει τους συμβολισμούς και τους ιδεολογικούς του χυμούς. Έχει ρυθμό και πολύ καλή ροή του λόγου, ενώ χτίζει προσεκτικά τους χαρακτήρες, κρατώντας τους οικείους και αναγνωρίσιμους στο μέσο θεατή. Δεν απλουστεύει τίποτα και έχει μια συναισθηματική φόρτιση που δεν οδηγεί όμως στην υπερβολή. Οι όποιες μικρές αρρυθμίες δεν επηρεάζουν το θετικό πρόσημο της παράστασης, στο οποίο συμβάλλουν με καίριο τρόπο κάποιες πολύ καλές ερμηνείες. Από τις παραστάσεις που αξίζει να παρακολουθήσει το θεατρόφιλο κοινό.