Ο Γιάννης Βόγλης είναι αναμφισβήτητα μια διαχρονική θεατρική και κινηματογραφική αξία. Υπηρετώντας την τέχνη του πιστά όλα αυτά τα χρόνια, συνεχίζει να μας προσφέρει μοναδικές ερμηνείες με όποιον ρόλο και αν καταπιαστεί. Απολαυστικός συνομιλητής με μόρφωση και ευγένεια που χαρακτηρίζει τους καλλιτέχνες της γενιάς του, δωρικός και επιβλητικός, ένας ζωντανός μύθος του ελληνικού θεάτρου και κινηματογράφου μιλάει αποκλειστικά στα Θ.Π. και μοιράζεται μαζί μας ένα σπάνιο φωτογραφικό υλικό.
Γ.Λ
Η “Ηλέκτρα” του Ευριπίδη, σε σκηνοθεσία Σπύρου Α. Ευαγγελάτου, στην οποία και συμπρωταγωνιστείτε, παίζεται ήδη με επιτυχία στο θέατρο Badminton. Έχοντας διανύσει πολλά χρόνια μιας σημαντικής θεατρικής πορείας, τί εξακολουθεί να σας γοητεύει στο αρχαίο δράμα και δη στη συγκεκριμένη τραγωδία;
-Το αρχαίο δράμα κατά γενική παγκόσμια ομολογία, είναι ο ακρογωνιαίος λίθος όλων των θεάτρων. Και είναι Ελληνικό! Πώς να μην είμαι γοητευμένος και υπερήφανος; Δεν καταλαβαίνω γιατί οι Άγγλοι να καμαρώνουν για τον ένα μεγάλο τους συγγραφέα τον Σαίξπηρ, και να μην είμαστε εμείς υπερήφανοι που έχουμε τρεις, Αισχύλο, Σοφοκλή και Ευριπίδη; Αυτό που με λυπεί είναι ότι σήμερα, τόσο στην εκπαίδευσή μας όσο και στο θέατρο, το είδος αυτό έχει υποβαθμιστεί. Ίσως να εκλείπουν και οι μεγάλοι δάσκαλοι που ασχολήθηκαν σοβαρά με αυτό το είδος, όπως ο Δημήτρης Ροντήρης, ο Πέλος Κατσέλης και ο Κάρολος Κουν. Νέος ακόμα, είχα την τύχη να συνεργαστώ τόσο με το «Θέατρο Τέχνης» στους «Όρνιθες» του Αριστοφάνη που πήρε το βραβείο των Εθνών στο Παρίσι, όσο και για ένα χρόνο με το «Πειραϊκό Θέατρο» του Δ. Ροντήρη όπου με πρωταγωνίστρια την Ασπασία Παπαθανασίου, οργώσαμε όλη την Ευρώπη. Βίωσα από πρώτο χέρι το κύρος και την τεράστια απήχηση που είχαν οι παραστάσεις μας στο κοινό της Ευρώπης. Έχω βιώσει ακόμα τον σεβασμό του κοινού, Ελλήνων και ξένων, και την μαγεία των παραστάσεων στην Επίδαυρο. Έχω συνεργαστεί και με τους νεότερους μεγάλους δασκάλους όπως τον Αλέξη Σολομό και τον Μίνωα Βολανάκη. Επομένως έχω υποχρέωση να σέβομαι και να υποστηρίζω αυτό το είδος θεάτρου. Όσοι θεωρούν ότι είναι ξεπερασμένο, καλά θα κάνουν να το μελετήσουν και πάλι με προσοχή. Ίσως ανακαλύψουν ότι είναι πιο σύγχρονο και από το «μεταμοντέρνο» του σήμερα.
Ποια θεατρική συνεργασία θεωρείτε ότι σας έχει στιγματίσει ως καλλιτέχνη και ως άνθρωπο στην μέχρι τώρα πορεία σας, και για ποιους λόγους;
-Από όλους τους δασκάλους που προανέφερα απόκτησα πολύτιμη εμπειρία. Σταθμός όμως στην πορεία μου, ήταν η πολύχρονη συνεργασία μου με τον Μίνωα Βολανάκη. Πέρα από τις σπουδαίες παραστάσεις που κάναμε, υπήρξε και η δημιουργία του καλλιτεχνικού οργανισμού «Γιορτές των Βράχων», όπου μετατρέψαμε τα αδρανή λατομεία της περιφέρειας σε υπαίθρια θέατρα, όπως του Βύρωνα, της Πετρούπολης και της Νίκαιας του Πειραιά, αλλάζοντας έτσι τον πολιτιστικό χάρτη στο Λεκανοπέδιο της Αττικής. Φοβάμαι όμως ότι σήμερα, μετά από τόσα χρόνια ο θεσμός έχει κουραστεί και κάπως ξεστρατίσει. Με την οικονομική κρίση, οι Δήμοι που είναι υπεύθυνοι για τα Φεστιβάλ, αδυνατούν να κάνουν πραγματικά «αναπτυξιακό» πολιτιστικό πρόγραμμα. Εάν προσθέσουμε και την αδράνεια ή την αδιαφορία του Υπουργείου Πολιτισμού, δεν πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι στους χώρους αυτούς φιλοξενούνται κυρίως εκδηλώσεις που τα «φέρνουν».
Η συνεργασία σας με τον Σπύρο Ευαγγελάτο στην Ηλέκτρα του Ευριπίδη άργησε να έρθει, αλλά συνοδεύτηκε από μια απόλυτη ταύτιση και επικοινωνία μεταξύ σας, όπως και ο ίδιος έχετε δηλώσει. Σκοπεύετε να συνεργαστείτε ξανά στο μέλλον;
-Με τον Σπύρο αποφοιτήσαμε από τη Δραματική Σχολή την ίδια χρονιά. Εκείνος της Σχολής Ροντήρη κι εγώ του Κατσέλη. Επομένως η θεατρική μας αγωγή ήταν αρκετά ταυτόσημη. Μιλάμε την ίδια γλώσσα. Εκείνος βέβαια ασχολήθηκε περισσότερο με τη σκηνοθεσία, δημιουργώντας και τη δική του θεατρική σκηνή το «Αμφιθέατρο». Ένα από τα πολλά προσόντα του, εκτός από το χιούμορ του, είναι ότι εμπιστεύεται τον ηθοποιό. Σε αφήνει ελεύθερο και έχει τη γενναιοδωρία να δέχεται τα «δώρα» που του προσφέρεις. Πιστεύω ότι στο βάθος, λειτουργεί περισσότερο σαν ηθοποιός παρά σαν σκηνοθέτης. Άλλωστε ο ηθοποιός δεν είναι ο κυρίαρχος άρχοντας του θεάτρου; Αργήσαμε να συνεργαστούμε, αλλά ελπίζω να συνεχίσουμε. Ποτέ δεν είναι αργά!
“Θείος Βάνιας”: Μια μεγάλη εμπορική και καλλιτεχνική επιτυχία η οποία θα συνεχιστεί και στη νέα χειμερινή θεατρική σεζόν. Ποιοι λόγοι πιστεύετε ότι συνέβαλαν σ’ αυτή την επιτυχία;
– Όταν υπάρχει μια ομάδα πολύ καλών ηθοποιών και μία ευαίσθητη σκηνοθέτιδα, οι οποίοι σέβονται ένα σπουδαίο κείμενο όπως του Τσέχωφ, είναι μάλλον απίθανο να μην έχεις καλλιτεχνική επιτυχία. Η δε εμπορική επιτυχία είναι η συνέπεια του καλλιτεχνικού αποτελέσματος. Ας μην ξεγελιόμαστε, το θεατρικό κοινό έχει κουραστεί πλέον από τις «πειραματικές» αναζητήσεις. Έχει ανάγκη να απολαύσει μια παράσταση που θα τον ταξιδέψει και θα τον συγκινήσει. Δεν αρνούμαι τους πειραματισμούς. Είναι ανάγκη όλοι να αναζητάμε νέους δρόμους. Αρκεί το πείραμα να είναι πρωτογενές και να μη γίνεται αυτοσκοπός για εντυπωσιασμό.
“Το Χώμα βάφτηκε κόκκινο” και “Κορίτσια στον Ήλιο”, δύο ταινίες σταθμός στην καριέρα σας, αλλά και την ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου. Ποιες είναι οι πιο έντονες αναμνήσεις σας από τα γυρίσματα, και ποιες οι δυσκολίες των συγκεκριμένων ρόλων που υποδυθήκατε;
-Από “Το Χώμα βάφτηκε κόκκινο” θυμάμαι τις άγριες συνθήκες εργασίας όλο το καλοκαίρι του 1965 στον καυτό Θεσσαλικό κάμπο με 43 βαθμούς υπό σκιά. Μετά από λίγο διάστημα είχα εγκλιματιστεί και ένοιωθα ότι είχα γίνει ένα με τη γη. Ατίθασα άλογα, δύσκολα γυρίσματα κρεμασμένοι στους βράχους των Μετεώρων. Όλα αυτά άξιζαν τον κόπο, εφόσον η ταινία αυτή με καθιέρωσε στη συνείδηση του κοινού, και κυρίως για την πολύτιμη φιλία μου με τον σκηνοθέτη Βασίλη Γεωργιάδη. Όσο για τα “Κορίτσια στον Ήλιο”, πρέπει να πω ότι η δυσκολία μου ήταν να γίνω ένας αγνός και πρωτόγονος βοσκός, γιατί στην ουσία είμαι ένα καθαρά αστικό άτομο, μεγαλωμένο στο τσιμέντο της Αθήνας. Μπορώ να πω ότι αυτή η ταινία ήταν μια στιγμή κεφιού για όλους τους συντελεστές και έγινε με πολύ λίγα χρήματα, αλλά με πολύ αγάπη. Ξεχειλίζει από αγνότητα και φρεσκάδα. Μια απλή και τρυφερή ιστορία αγάπης, χωρίς ευτυχές τέλος, αφήνοντάς σου μια γλυκόπικρη γεύση στον ουρανίσκο. Σα να πίνεις ένα ποτήρι σαμπάνια.
Και οι δύο ταινίες απέσπασαν διεθνή βραβεία και διακρίσεις. Μάλιστα, έχετε δηλώσει ότι η ταινία “Το χώμα βάφτηκε κόκκινο” ήταν η αφορμή που σας «ξαναγύρισε» στην Ελλάδα από το εξωτερικό, όπου ήδη δουλεύατε σε διεθνείς παραγωγές. Τί θυμάστε από αυτά τα χρόνια που ζήσατε και δουλέψατε στο εξωτερικό;
-Για να παίξω στο “Χώμα βάφτηκε κόκκινο” με κάλεσαν από το Λονδίνο όπου βρισκόμουν τότε, και είχα κάνει μια τηλεοπτική μίνι σειρά και μια ταινία. Σκοπός μου ήταν να μη γυρίσω στην Ελλάδα. Το γεγονός είναι ότι ήλθα οδηγώντας, και με μισή καρδιά. Σε όλη τη διαδρομή ένοιωθα ότι παραβίαζα την απόφαση μου. Τελικά η ταινία αυτή έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην καριέρα μου. Παραμένει όμως αναπάντητο ένα ερωτηματικό ακόμα και σήμερα. Τι θα γινόταν αν έμενα έξω; Όμως για ένα πράγμα είμαι σίγουρος. Θα είχα στερηθεί το θέατρο. Δεν θα μπορούσα να είχα παίξει τους μεγάλους ρόλους στο εξωτερικό. Κακά τα ψέματα. Η τέχνη του ηθοποιού μπορεί να εκφραστεί μόνο μέσα από την μητρική του γλώσσα, και μάλιστα την Ελληνική που είναι και η μόνη εννοιολογική.
Πρωταγωνιστήσατε και στα γυρίσματα της ταινίας “Ιντερλούδιο: Η Πόλη Μιας Νεκρής Γυναίκας”, σε συγγραφή και σκηνοθεσία Άντζελας Ισμαήλου. Πρόκειται για μια μεγάλη παραγωγή μ’ ένα διεθνές καστ. Ποιες οι εντυπώσεις σας από αυτή τη συνεργασία, και πότε θα έχουμε τη χαρά να απολαύσουμε την ταινία στις κινηματογραφικές αίθουσες;
-Η ταινία αυτή είναι ακόμα στο εξωτερικό για επεξεργασία. Καλό θα είναι να τη δούμε πρώτα πριν εκφέρουμε απόψεις. Ας περιμένουμε λοιπόν.
Πέρα από τον κινηματογράφο και το θέατρο έχετε πρωταγωνιστήσει και σε πολύ σημαντικές ελληνικές τηλεοπτικές σειρές. Η “Μεθυσμένη Πολιτεία” ήταν μια από αυτές. Για ποιον λόγο πιστεύετε, εδώ και αρκετά χρόνια δεν βλέπουμε πλέον ανάλογες δουλειές στην ελληνική τηλεόραση; Είναι θέμα σεναρίου, σκηνοθεσίας, ηθοποιών, παραγωγής;
-Μάλλον την ερώτηση θα πρέπει να την απευθύνετε στα κανάλια. Παραγωγοί, σεναριογράφοι, σκηνοθέτες και ηθοποιοί είναι πάντα εδώ. Τώρα γιατί δεν αξιοποιούνται είναι ένα θέμα πολύ σοβαρό. Για να το αναλύσουμε θα πρέπει να μπούμε σε βαθειά και επικίνδυνα νερά που άπτονται και κάποιων πολιτικών σκοπιμοτήτων. Ας αφήσουμε λοιπόν προς το παρόν αυτό το θέμα, και ας «χαζογελάμε» με την «ανώδυνη ελαφρότητα» που δεσπόζει σήμερα στην ΤV.
Το πρόσωπό σας και η υποκριτική σας τέχνη είναι πέρα από εποχές, τάσεις και φόρμες. Είστε διαχρονικός και με μια δική σας μοναδική ταυτότητα . Πού πιστεύετε ότι οφείλεται αυτό;
-Δεν μπορώ εγώ ο ίδιος να κρίνω τον εαυτό μου. Αυτό που μπορώ να πω είναι ότι, φροντίζω να έχω τεντωμένες τις κεραίες μου στο σήμερα. Κάθε νέος ρόλος είναι μια νέα αρχή και ξεκινάω πάντα από το μηδέν. Προσέχω να μη καταφεύγω στις ευκολίες μου. Ο κάθε ήρωας που πλησιάζω, είναι για μένα μια καινούρια γνωριμία και προσπαθώ να τον ανακαλύψω. Σκοπός μου είναι να μεταλλάξω τον ίδιο μου τον εαυτό στον χαρακτήρα του «ήρωα» και όχι να τον μιμηθώ.
Πιστεύετε ότι συνεχίζει να υπάρχει και στους νεότερους ηθοποιούς το ήθος και η σκηνική αγωγή της παλιότερης σπουδαίας γενιάς ηθοποιών, στην οποία ανήκετε και σεις;
-Πιστεύω στη νέα γενιά. Υπάρχουν πολλοί ταλαντούχοι νέοι. Σκορπίζονται όμως μέσα σε μια πολυφωνία και στην αγωνία τους να υπάρξουν σε ένα χώρο που δεν υπάρχει καμιά φροντίδα από την πολιτεία. Και ο ανταγωνισμός είναι πολύ σκληρός. Ακόμα έχω διαπιστώσει ότι οι κοπέλες είναι πιο συγκροτημένες και συνειδητοποιημένες από τα αγόρια. Έχουν εκπαιδευτεί πιο καλά στο τραγούδι και την κίνηση, και είναι αφοσιωμένες σε ό,τι κάνουν. Ελπίζω να υπάρξουν καλλίτερες προοπτικές για τη νέα γενιά.
Ηθοποιός, σκηνοθέτης, συγγραφέας. Ποια ιδιότητα τελικά αγαπάτε περισσότερο ;
-Μπορείς να πεις ποιο παιδί σου αγαπάς περισσότερο; Μια κάποια αδυναμία θα έλεγα πως έχω στον ηθοποιό. Ίσως γιατί αυτή η δραστηριότητα μου έχει δώσει πολλές και όμορφες στιγμές χαράς. Ίσως γιατί πριν από κάθε παράσταση έχεις το ίδιο χτυποκάρδι. Το σίγουρο είναι ότι ζεις τη γοητεία της δημιουργίας στη γένεση της. Το αίσθημα ότι μπορείς να βρίσκεσαι μπροστά σε ένα ετερόκλητο πλήθος ανθρώπων, με διαφορετικές διαθέσεις, να το ενοποιείς και να το οδηγείς σε ένα μαγικό ταξίδι, έχει κάτι το μυθικό. Ιδιαίτερα στην Επίδαυρο, όταν βρίσκεσαι μπροστά σε δέκα, δώδεκα χιλιάδες κόσμο, χρειάζεσαι μεγάλη και έντονη ενέργεια, την οποία βέβαια αντλείς από τον ίδιο το χώρο. Θεωρώ ότι δεν είναι τυχαία η επιλογή αυτών των χώρων από τους προγόνους μας. Κατείχαν μεγάλη κοσμική γνώση.
Ποια είναι τα επόμενα καλλιτεχνικά σας σχέδια;
-Θα συνεχίσει το ταξίδι του ο «Θείος Βάνιας» στη Θεσσαλονίκη και πάλι, μετά στις μεγάλες πόλεις, για να καταλήξει και πάλι στην Αθήνα στα μέσα Δεκεμβρίου μέχρι και τον Ιανουάριο. Όσο για το μετά, θα δούμε…
Τί συμβουλή θα δίνατε σε ένα νέο ηθοποιό που ξεκινάει τώρα την καλλιτεχνική του πορεία και μάλιστα σε ένα δυσμενές, ειδικά για καλλιτέχνες, οικονομικό περιβάλλον.
-Οι οικονομικές και πολιτικές συνθήκες ποτέ δεν ήταν ιδανικές. Κι εμείς ξεκινήσαμε μετά από έναν εμφύλιο όπου η κοινωνία προσπαθούσε να σταθεί στα πόδια της. Βιώσαμε μια Χούντα και τις συνέπειες που άφησε πίσω της. Οι νέοι πρέπει να συνειδητοποιήσουν την αποστολή τους. Ο δρόμος που διάλεξαν είναι κακοτράχαλος. Δεν είναι καθόλου ανθόσπαρτος. Πίσω από τη γοητεία της αναγνώρισης, υπάρχει πολλή αγωνία, κόπος και πόνος. «Για να γυρίσει ο Ήλιος θέλει δουλειά πολλή…», που λέει κι ο ποιητής.