Ο Γιώργος Λυκιαρδόπουλος είναι η ψυχή της εταιρείας θεατρικών παραγωγών Λυκόφως και αυτό τον καιρό ανεβάζει μία από τις πιο ενδιαφέρουσες παραστάσεις του φετινού καλοκαιριού, τον Ρήσο του Ευριπίδη(;) στο χώρο του Λυκείου του Αριστοτέλη. Ο γνωστός παραγωγός μιλάει στα Θεατρικά Προγράμματα για την παράσταση, τις δυσκολίες που συνάντησε στο ανέβασμά της, αλλά και γενικότερα για το θέατρο που αποτελεί ένα τρόπο για να δραπετεύσουμε από την σκληρή πραγματικότητα.
Συνέντευξη στη Βίκυ Διαμάντη
-«Ρήσος» του Ευριπίδη (;), ένα έργο που η πατρότητά του αμφισβητείται. Πώς επιλέξατε αυτό το έργο, και πόσο επίκαιρο είναι στην εποχή μας;
Πρώτα απ’ όλα η ιδέα ήταν της Κατερίνας Ευαγγελάτου, της σκηνοθέτιδας. Είχαμε συνεργασία από παλιά με την Κατερίνα, και είχαμε πει να συνεργαστούμε και φέτος για το Φεστιβάλ Αθηνών. Έτσι προέκυψε η συνεργασία της εταιρείας μου «Λυκόφως» μαζί της. Επειδή η ίδια διδάσκοντας στο Ωδείο Αθηνών, έβλεπε καθημερινά τον αρχαιολογικό χώρο, της γεννήθηκε η ιδέα να κάνουμε μία παράσταση μέσα σε αυτόν. Σκεφτήκαμε ότι ο συγκεκριμένος χώρος θα μπορούσε να λειτουργήσει και θεατρικά αλλά και με το ξεχωριστό αρχαιολογικό του ενδιαφέρον. Θα μπορούσε δηλαδή κάποιος να επισκεφθεί τον αρχαιολογικό χώρο στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών και να δει πέρα από το ιστορικό αυτό μνημείο, το Λύκειο του Αριστοτέλη, και μία παράσταση. Έτσι επιλέξαμε το συγκεκριμένο έργο του Ευριπίδη το οποίο συνδέεται άμεσα με τον Αριστοτέλη, μιας και το πρώτο μέρος της παράστασης, που είναι περιπατητικό, βασίζεται στην Πραγματεία «Περί Ενυπνίων» του Αριστοτέλη. Με αυτόν τον τρόπο γεννήθηκε αυτή η ιδέα, που είναι παράτολμη βέβαια…
-Παράτολμη και για ένα επιπλέον λόγο, γιατί δεν πιστεύω ότι ήταν τόσο εύκολο να κλείσετε αυτό το χώρο…
Ακριβώς. Ήταν παράτολμη από όλες τις απόψεις. Υπάρχουν πρακτικές δυσκολίες παραγωγής όταν κάνεις παράσταση σε τέτοιο αρχαιολογικό χώρο που δεν είναι εκ των πραγμάτων θεατρικά λειτουργικός. Το πιο απλό, ότι δεν υπάρχει ηλεκτρικό, δεν υπάρχουν θέσεις, δεν υπάρχει τίποτα. Και πρέπει κάπως να μεριμνήσεις ώστε το όλο εγχείρημα να λειτουργήσει για το θεατή. Μεγάλη δυσκολία εννοείται ήταν να δοθεί άδεια από το ΚΑΣ να γίνουν παραστάσεις σε ένα τόσο μεγάλο χώρο, και για ένα τόσο μεγάλο διάστημα. Είναι η πρώτη φορά που δίνεται η άδεια να γίνει κάτι τέτοιο σε τέτοιου είδους χώρο και για πολλές παραστάσεις. Αλλά βέβαια ήταν και ο σκοπός αυτού του εγχειρήματος, για αυτό και πείστηκε η Αρχαιολογική Υπηρεσία και μας στήριξε στο να πραγματοποιηθεί. Ήταν ένας πολύ καλός τρόπος να αναδείξεις τα αρχαία μνημεία μας, που πολύς κόσμος τα αγνοεί. Οπότε αν γινόντουσαν μόνο δυο-τρεις παραστάσεις ο χώρος δεν θα μπορούσε να αναδειχθεί στο ευρύ κοινό.
-Απ’ όσο γνωρίζω η συγκεκριμένη παράσταση έχει και ένα ιδιόρρυθμο στήσιμο. Έχει διαδραστικότητα με το θεατή που ειδικά στο πρώτο μέρος συμμετέχει ενεργά.
Με την έννοια ότι είναι περιπατητική. Ο θεατής στο αρχικό μέρος περπατάει μέσα στα αρχαία, στο χώρο όπου βρίσκονται και οι ηθοποιοί και νιώθει σαν μέρος του. Είναι μέρος της παράστασης. Βλέπει από κοντά τα αρχαία ακούγοντας κείμενα του Αριστοτέλη. Και μετά τον περίπατο, οι θεατές κάθονται σε θέσεις και παρακολουθούν το υπόλοιπο της παράστασης. Αυτό το πρώτο κομμάτι ειδικά είναι πράγματι πολύ ενδιαφέρον…
-Δεν είναι λίγο τολμηρό το επιχείρημα;
Είναι σίγουρα τολμηρό, ειδικά για την εποχή που ζούμε, αν και τελευταία έχουν γίνει κάποιες τέτοιες περιπατητικές παραστάσεις. Όχι όμως σε τέτοιου είδους μνημεία. Πιστεύω ότι δεν είναι κάτι που «έγινε για να γίνει». Η ιδέα που θέλαμε να υλοποιήσουμε ήταν ακριβώς αυτή: ότι ένας θεατής μπορεί να περπατάει σε ένα αρχαιολογικό χώρο, και παράλληλα να παρακολουθεί μία παράσταση, και αυτό που παρακολουθεί να έχει σχέση με τον συγκεκριμένο χώρο.
-Τα τελευταία χρόνια το θεατρικό κοινό έχει στραφεί στις μικρές σκηνές. Έχοντας πίσω σας μία συνεργασία με μικρή σκηνή, όπως το «Θησείο», πώς εξηγείτε αυτή την τάση;
Αυτό που συμβαίνει σίγουρα είναι ότι το κοινό λόγω της οικονομικής κρίσης, προσέχει πάρα πολύ πλέον τί θα επιλέξει να δει. Δηλαδή θα επιλέξει από τις παραστάσεις εκείνες οι οποίες είτε είναι πολύ καλά θεάματα –λειτουργούν πολύ καλά και ανεβαίνουν σε μεγάλες σκηνές- είτε είναι κλασικά ποιοτικές, σαν το Εθνικό Θέατρο που έχει το κοινό του, είτε είναι κάποιες πολύ καλές παραστάσεις σε μικρές ανεξάρτητες σκηνές. Επειδή γίνονται κάποιες πολύ καλές δουλειές κάθε χρόνο, ο θεατής νομίζω ψάχνεται περισσότερο, και ψάχνει να βρει το ξεχωριστό, κάτι που θα τον αγγίξει, θα είναι κοντά του, θα είναι αληθινό. Ψάχνει κάτι που θα έχει σχέση με τη θεματολογία των έργων που ανεβαίνουν σε αυτές τις μικρές σκηνές. Βέβαια μην ξεχνάμε ότι υπάρχουν 600 παραστάσεις τη χρονιά, που σημαίνει ότι δεν πάνε σε όλες αυτές. Δηλαδή στις μικρές σκηνές μπορεί να ξεχωρίζει μία παράσταση στις είκοσι. Απλώς τυχαίνει να ακούγονται αυτές που πάνε καλά και δίνεται η εντύπωση ότι πηγαίνουν όλες καλά. Γενικά υπάρχει ένας υπερκορεσμός των μικρών σκηνών και των παραστάσεων που πολύ δύσκολα επιβιώνουν και μπορούν να ξεχωρίσουν στα μέσα, λόγω της υπερ-πληροφόρησης που δημιουργείται.
-Εσείς σαν παραγωγός έχετε σαν γνώμονα την ποιότητα ή το κέρδος;
Είμαι από αυτούς που προσπαθούν χρόνια τώρα να συνδυάσουν και τα δύο: παραστάσεις υψηλών προδιαγραφών, χωρίς να είναι απαραίτητα υψηλών προϋπολογισμών. Παραστάσεις που μπορούν να αποφέρουν οικονομική επιτυχία σχετική, γιατί στις μικρές σκηνές μπορεί να είσαι γεμάτος, αλλά ουσιαστικά να μπαίνεις μέσα. Όλα αυτά τα χρόνια πιστεύω ότι κάποιες, λίγες φορές, τον έχω πετύχει τον συνδυασμό αυτόν. Γενικά πιστεύω ότι οι δουλειές που κάνει η «Λυκόφως» είναι πάντα κάποιου επιπέδου και πάνω, απλώς δεν καταφέρνουμε να έχουμε πάντα το οικονομικό αποτέλεσμα που θέλουμε.
-Υποστήριξη από το κράτος υπάρχει σε τέτοιες παραγωγές;
Δυστυχώς όχι. Υπήρχαν οι επιχορηγήσεις που δινόντουσαν, οι οποίες με τις οικονομικές δυσκολίες που προέκυψαν τα τελευταία τρία χρόνια έχουν πλέον σταματήσει. Μάλιστα μας είχαν δώσει ένα μέρος από επιχορηγήσεις πριν από τρία χρόνια που έχουν εγκριθεί και έχουν ολοκληρωθεί αλλά τελικά δεν αποδόθηκαν. Δεν είμαι υπέρ του κρατικοδίαιτου πολιτισμού, όμως από την άλλη πλευρά πρέπει να υποστηρίζονται και κάποια πράγματα. Αυτό είναι ένα τεράστιο πρόβλημα αυτή τη στιγμή.
-Διανύουμε μία περίοδο οικονομικής στενότητας. Πώς αποφασίσατε μέσα σε μία τέτοια περίοδο να ασχοληθείτε με τις θεατρικές παραγωγές; Στο βιβλίο «Η χρησιμότητα του άχρηστου», αναφέρεται ότι πολλές φορές η τέχνη αποτελούσε μία περιττή πολυτέλεια, μιας και δεν φέρνει οικονομικό κέρδος τέτοιο που να οδηγεί σε οικονομική ανάταση, αλλά το κέρδος της είναι κυρίως πνευματικό.
Αυτή τη δουλειά την είχα ξεκινήσει πριν από την οικονομική κρίση, οπότε είναι η δουλειά μου. Αν ήξερα για την οικονομική κρίση μπορεί να μην την ξεκινούσα. Μιας και είμαι όμως μέσα προσπαθώ να συνεχίσω, γιατί αυτό μου αρέσει και αυτό αγαπάω. Οπότε προσπαθώ να το κάνω λίγο πιο προσεκτικά και λίγο πιο έξυπνα, ώστε να μην είναι τεράστια τα ρίσκα μου, και να μπορέσω να προχωρώ και να επιζώ, για να περνάω από χρονιά σε χρονιά ελπίζοντας σε ένα καλύτερο αύριο. Γενικά όμως με τον πολιτισμό ως περιττή πολυτέλεια που λέτε, ο αντίλογος είναι ότι ο κόσμος τον αναζητεί ως διέξοδο, και ευτυχώς. Δηλαδή ο κόσμος πηγαίνει στο θέατρο. Δεν είναι από αυτά που έχει περιορίσει τα τελευταία χρόνια. Το θέατρο δεν νιώθω ότι έχει πληγεί τόσο πολύ, και αυτό είναι πολύ αισιόδοξο. Έχουν πληγεί τα έσοδα βέβαια λόγω της μείωσης των τιμών των εισιτηρίων και των προσφορών, αλλά το ενδιαφέρον του κοινού υπάρχει. Ο κόσμος δεν έχει άλλη διαφυγή. Όλη μέρα βομβαρδίζεται με κακές ειδήσεις και άγχος για το μέλλον, στη δουλειά του είναι δύσκολα, στην καθημερινότητά του είναι δύσκολα, και κάτι πρέπει να κάνει για να «ξεφύγει». Ο πολιτισμός είναι ευτυχώς ένα από αυτά τα πράγματα.
-Τί περιμένουμε από εσάς την επόμενη θεατρική σεζόν;
Υπάρχουν κάποια έργα που θα κάνουμε σε επανάληψη γιατί είχαν καλή πορεία, όπως η «Κατερίνα» με τη Λένα Παπαληγούρα, και ο «Θείος Βάνιας» που επίσης είχε πάει καλά. Ετοιμάζω όμως και νέες παραγωγές. Μία από αυτές είναι η «Τερέζ Ρακέν» σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Ασπιώτη με πολύ ωραίο καστ που θα ανακοινωθεί σε λίγο καιρό. Και επίσης κάποιες παραγωγές που σχεδιάζονται τώρα και θα ανακοινωθούν αργότερα. Βέβαια η κατάσταση είναι τόσο ρευστή που μιλάμε τώρα, αλλά δεν ξέρουμε τί θα γίνει τη Δευτέρα. Είμαστε ανήσυχοι. Ευχόμαστε να πάνε όλα καλά και να μπορέσουμε να κάνουμε όλα αυτά τα πράγματα, να έρχεται και ο κόσμος και να φτιάξει κάπως και η κατάσταση.
Ώρα προσέλευσης 20.30
Τιμές εισιτηρίων: 20€, 15€ (φοιτητές, 65+), 5€.
Έναρξη προπώλησης εισιτηρίων: Πέμπτη, 25 Ιουνίου 2015
Τηλεφωνική προπώληση με πιστωτική κάρτα:
Τηλεφωνικό κέντρο: +30 – 210 32 72 000
Δευτέρα – Κυριακή: 09:00 -21:00
Διευθύνσεις και ώρες λειτουργίας των εκδοτηρίων:
• Κεντρικά
Πανεπιστημίου 39 (εντός στοάς Πεσμαζόγλου)
Ώρες λειτουργίας: Δευτέρα – Παρασκευή: 9:00 – 17:00, Σάββατο: 9:00 – 15:00
• Ωδείο Ηρώδου Αττικού
Πεζόδρομος Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Μακρυγιάννη
Ώρες λειτουργίας: Καθημερινά: 9:00 – 14:00 και 18:00 – 21:00
• Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου
Νομός Αργολίδας
Ώρες λειτουργίας: Δευτέρα – Πέμπτη: 9:00-19:00, Παρασκευή- Σάββατο: 9:00 – 21:00
• Λοιποί χώροι
Εκδοτήρια εισιτηρίων λειτουργούν σε όλους τους χώρους των εκδηλώσεων. Ανοίγουν δύο ώρες πριν από την έναρξη της παράστασης και εξυπηρετούν μόνο την παράσταση της ημέρας.
Άλλα σημεία πώλησης:
• Καταστήματα Public
• Βιβλιοπωλεία Παπασωτηρίου
• Βιβλιοπωλεία Ιανός
• Reload Stores