Η ιστορία του Σάββα Κυριακίδη είναι η ιστορία ενός νέου καλλιτέχνη γεμάτου όνειρα για το θέατρο, που έμελλε να μείνουν απραγματοποίητα, όπως και τόσων άλλων, γιατί επέλεξε ν’ αντισταθεί στη γερμανική θηριωδία του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου που στιγμάτισε και τη χώρα μας.
Εισήχθει από τους πρώτους στις δύσκολες εισαγωγικές εξετάσεις του Εθνικού Θεάτρου , με κριτές κορυφαίους της δραματικής τέχνης, μεταξύ άλλων του Βεάκη και του Ροντήρη. Στην πορεία των μαθημάτων οι καθηγητές του ήταν ενθουσιασμένοι με την πρόοδό του και όλοι έλεγαν ότι το ταλέντο του Σάββα προδίκαζε μια λαμπρή καριέρα.
Κατοχή..άγρια χρόνια…Ο νεαρός φοιτητής επέστρεφε από τα μαθήματά του στο σπίτι του στην Καλλιθέα και ξεκινούσε το επαναστατικό του έργο. Να μοιράσει προκηρύξεις , να γράψει συνθήματα στους τοίχους, να προσφέρει και κείνος το δικό του ληθαράκι στην κατάκτηση της πολυπόθητης ελευθερίας. Μετά κλειδωνόταν στο δωμάτιό του και διάβαζε τους ρόλους της σχολής.
1944 στις 22 Μαρτίου. Η Αθήνα ετοιμάζεται να γιορτάσει την εθνική γιορτή. Οι σημαίες βγαίνουν κρυφά απ’ τα μπαούλα και οι προκηρύξεις μοιράζονται με κάθε τρόπο, ζητώντας απ’ όλους να πάρουν μέρος σε διαδήλωση – παρέλαση, άφοβα , όπως θα πρεπε να ταιριάζει σε Έλληνες.
Πολύ πρωί ακούστηκαν χτυπήματα στην πόρτα του σπιτιού του.Ήρθαν, τον ζήτησαν, παραδόθηκε περήφανος μπροστά στα έντρομα μάτια της χήρας μάνας του κυρά-Φανής και των αδελφών του Τάκη, Γιώργου και Βασίλη. Δε μπορούσαν τίποτα να πουν… Η σιωπή ήταν πιο τραγική από τα λόγια. Τον πήγαν στην οδό Μέρλιν. Τον βασάνισαν άγρια, σαδιστικά, έτσι όπως βασάνιζαν όλα τ’ ανθρωπόμορφα κτήνη της εποχής αυτούς που τολμούσαν ν’ αντισταθούν. Ο Σάββας δε λύγισε ούτε στιγμή. Είχε περάσει και τη δοκιμασία του Χαιδαρίου όταν μαζί με άλλους συγκρατούμενούς του τον στείλανε στις 25 του Μάη στο στρατόπεδο Νοεγκάμε του Αμβούργου.Από κει οι Ούνοι επέλεξαν τους πιο δυνατούς και τους μετέφεραν στα διυλιστήρια πετρελαίου του Αννόβερου. Ο Σάββας που ήταν γυμνασμένος, ως πρώην δεκαθλητής, έκανε πολλές φορές, όταν δεν τον έβλεπαν οι φύλακες, τις δουλειές των συγκρατούμενών του που δεν άντεχαν από τις στερήσεις.
Κάποια στιγμή τον πήγαν στο Μπέλσεν. Στρατοπεδάρχες ήταν εκεί ο θηριώδης Τζόζεφ Κράμερ και η μεγαλύτερη σαδίστρια στρατοπέδων η Ίρμα Γκριζ που βασάνισε και σκότωσε εν ψυχρώ πολλούς κρατούμενους. Ο Σάββας άντεξε και κει τα βασανιστήρια βοηθώντας πάντα τους συγκρατούμενούς του.
Δεκαεννιά ώρες πριν από την απελευθέρωση του στρατοπέδου…Οι Γερμανοί ουσιαστικά είχαν φύγει και είχαν αφήσει Ούγγρους συνεργάτες τους που φορούσαν άσπρα περιβραχιόνια ,έτοιμοι να παραδοθούν στους Αμερικάνους και να παραδώσουν και το στρατόπεδο. Συγκρατούμενος του Σάββα ήταν ένας συμμαθητής του από το Γυμνάσιο, ο Γιάννης Χριστολιάκος. Το παλικάρι είχε γίνει σκιά από την πείνα και σερνόταν. Σε μια μεριά του στρατοπέδου κάποιος φρουρός είχε ακουμήσει ένα μήλο.
-Πεινώ…Το μήλο…ψιθύρισε αχνά ο συμμαθητής του.
-Πάω να στο φέρω…του απάντησε αμέσως ο Σάββας.
Ήταν η ώρα μία στις δώδεκα του Απρίλη. Μόλις ο Σάββας το πήρε στα χέρια του, ένας προδότης Πολωνός έβαλε τις φωνές . Ακούγοντάς τις φωνές ο Ούγγρος φρουρός τράβηξε το όπλο του και πυροβόλησε κατευθείαν στην καρδιά του Σάββα. Την άλλη μέρα το στρατόπεδο ελευθερωνόταν και μαζί και οι αιχμάλωτοί του.
Ο Σάββας Κυριακίδης, “το αγόρι με το χαμόγελο” όπως τον έλεγαν στην Καλλιθέα, έμεινε άσβεστη μνήμη για όσους τον γνώρισαν. Το θέατρο έχασε έναν μεγάλο ηθοποιό, ο ίδιος όμως κέρδισε την ψυχή του με τη βαθύτατη ανθρωπιά και τον ηρωισμό του.
Η ιστορία είναι μια μαρτυρία από τις θεατρικές μνήμες του Αρτέμη Μάτσα του σπουδαίου ηθοποιού που έμεινε γνωστός για τους ρόλους του καταδότη – δοσιλόγου σε έργα που διαδραματιζόταν κατά την Κατοχή της Ελλάδας από τους Γερμανούς. Στην πραγματική ζωή ο πατέρας του Αρτέμη Μάτσα πέθανε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Γερμανία κατά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.Το ταλέντο του ήταν τόσο που ενώ υποδυόταν συχνά τον συνεργάτη των Γερμανών, κανείς ποτέ δεν κατάλαβε το μίσος που έκρυβε για αυτούς για τα δείνα που είχε περάσει εξαιτίας τους όταν ήταν παιδί….