Μεγάλη! Για να είμαι ακριβής, θα έλεγα ότι κι αυτό το έργο σαν μια παράσταση – ντοκιμαντέρ το αντιμετωπίζω. Επειδή, μάλιστα, είμαι και τρομερά ανυπόμονος τύπος κι αυτή τη στιγμή τα πράγματα με το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου και την ΕΡΤ είναι στον αέρα σχεδόν, έχω την αίσθηση ότι δουλεύω σα να κάνω και πάλι ένα ντοκιμαντέρ δίχως όρντινο γυρισμάτων, ενοικιάσεις μηχανημάτων, εξεύρεση post production κλπ. Θέλω να πω ότι τώρα οι συνθήκες είναι πιο εύκολες και το άγχος σαφώς λιγότερο, αλλά και πάλι τίποτα δε θα γινόταν αν δε βρισκόταν ο καλός συνεργάτης μου, Απόλλων Μπόλλας, με την εταιρεία που έχει στήσει, την ACB Productions.
Θα σας ρωτήσω ευθέως λοιπόν: Πως είναι να περνάς από τη Φλέρυ Νταντωνάκη στην Εύα Κουμαριανού;
Αυτή την ερώτηση ομολογώ πως δεν την πολυκαταλαβαίνω, αλλά θα σας απαντήσω: Για μένα η Εύα Κουμαριανού δεν είναι η περσόνα της trash TV με τα βιντεάκια που κάνουν θραύση στο YouTube, ούτε καν η περφόρμερ στις ”Κούκλες”. Πάνω απ’ όλα είναι ένα πρόσωπο του αθηναϊκού περιθωρίου, ένας άνθρωπος που έχει ταλαιπωρηθεί πολύ στη ζωή του – συνειδητά ή ασυνείδητα, δεν έχει σημασία – και που ταυτόχρονα έχει βιώσει απίστευτα ελκυστικές, τουλάχιστον στα δικά μου μάτια, καταστάσεις. Έχει πλάκα η ερώτηση, διότι προ ημερών έλαβα inbox στο facebook από άτομο που ρωτούσε πως ”από τη Γώγου το πρεζάκι πέρασα σε μία τραβεστί”…Αυτοί οι χαρακτηρισμοί ή οι ταμπέλες, αν θέλετε, είναι αν μη τι άλλο πρώτα ανόητοι και μετά ρατσιστικοί. Ποιος ειν’ αυτός που θα μου υπαγορεύσει να σέβομαι και να εκτιμώ τη Φλέρυ Νταντωνάκη, αλλά όχι την Εύα Κουμαριανού; Χώρια που όπως έχω ξαναπεί, σύμφωνα και με τον Λεωνίδα Χρηστάκη, με ελκύουν περισσότερο και μένα οι αλήτες, οι πόρνες, οι ποιητές, οι πούστηδες και τα πρεζόνια.
Αυτό που κατάλαβα είναι πως ακόμη και στο θέατρο που ακούμε ότι τα τελευταία χρόνια γίνεται χαμός από μικρές και ”ανεξάρτητες” θεατρικές ομάδες, τίποτα δεν είναι ουσιαστικά εφικτό αν δεν υπάρχει κάποιο κεφάλαιο, έστω μικρό, από πίσω. Στη δική μας περίπτωση, ο Μπόλλας εκτός από ηθοποιός και συμπρωταγωνιστής της Εύας στο έργο, κρατάει άψογα και το πόστο του παραγωγού. Αυτή τη στιγμή κατασκευάζεται το ντεκόρ, πληρώνονται κάποιοι άνθρωποι για το τρέξιμο τους, άρα όλοι αισθανόμαστε ότι μοιραία εμπλεκόμαστε σε κάτι αμιγώς επαγγελματικό που ξεφεύγει απ’ το πλαίσιο της συνθήκης ”ρεφενέ εκ των ενόντων”. Μία φορά τό’χα κάνει αυτό, στο ντοκιμαντέρ για τη Γώγου, όταν μπαίναμε για τα καλά στην κρίση, δε θα ήμουν όμως σε θέση να το ξανακάνω, είτε πρόκειται για κινηματογράφο, είτε για θέατρο. Άρα είναι ευτύχημα η ανάληψη της εν λόγω παραγωγής από την ACB Productions.
Να φανταστούμε ότι θα υπάρξει συνέχεια στη συνεργασία του σκηνοθέτη και θεατρικού συγγραφέα πλέον Αντώνη Μποσκοΐτη με την ACB Productions;
Κανείς δεν ξέρει, πάντως επειδή έχω μονίμως καινούργια projects στο μυαλό μου και δε μπορώ καθόλου να κάτσω ”ήσυχος”, είναι κάτι που το συζητάμε εκτενώς και συχνά με τον Μπόλλα. Ας είναι μια καλή αρχή το έργο ”Την λένε Εύα” και σε όλα είμαστε ανοιχτοί.
Καταρχάς, εγώ αυτό ξέρω να κάνω εδώ και 15 χρόνια, αυτό εμπιστεύομαι! Βλέπετε ότι κι εσείς, ενώ προηγουμένως κάνατε διαχωρισμό μεταξύ της Φλέρυς Νταντωνάκη και της Εύας Κουμαριανού, τώρα, μ’ αυτή σας την ερώτηση, αναγορεύετε σε ”προσωπικότητα” και την Κουμαριανού. Χαίρομαι ειλικρινά! Σας ξαναλέω ότι στην ουσία στήνουμε μία παράσταση – ντοκιμαντέρ με μία Κουμαριανού όπως δεν θα την έχει ξαναδεί κανείς ίσαμε τώρα. Και, πιστέψτε με, φεύγοντας ο θεατής από την παράσταση, στα 70 λεπτά που διαρκεί, θα έχει εισπράξει και τα 100 διαφορετικά, αλλά ολότελα ειλικρινή, πρόσωπα της.
Εξαρτάται τι θεωρούμε ”ευτελές” σ’ αυτό το σημείο, διότι για μένα πιο ευτελή είναι τα δελτία ειδήσεων με την τρομολαγνεία τους, παρά οι trash εκπομπές του Καμπούρη, λόγου χάριν, με τις οποίες γελάει λίγο κι ο κοσμάκης. Απ’ την άλλη, αυτή είναι κι η πρόκληση! Χωρίς να κάνουμε ακριβώς δράμα, έτσι είναι από μόνος του ο βίος της Κουμαριανού, που ελάχιστοι μπορούν να γνωρίζουν. Ένα βαθύτατα τραγικό πρόσωπο που από τα 9 της χρόνια, ως αγόρι, γνώρισε την πιο ακραία βία και εκμετάλλευση για ν’ ακολουθήσουν τα ιδρύματα, το αναμορφωτήριο και λίγο αργότερα η φυλακή. Εξαιρώ το πεζοδρόμιο, τις πιάτσες της νύχτας, μια και δεν το θεωρώ καθόλου τραγική κατάσταση. Η πορνεία είναι ένα λειτούργημα, χρησιμότατο για τις κοινωνίες των ανθρώπων, ανεξαρτήτως φύλου ή σεξουαλικού προσδιορισμού αυτών που το ασκούν. Μην ξεχνάμε, τέλος, πως η Εύα δεν είναι μόνο αυτά τα μάλλον δυσάρεστα για τη λογική των πολλών. Είναι και μία περφόρμερ, η φωτεινή πλευρά της ζωής.
Καθόλου, θα έλεγα, εφόσον η ίδια είναι μέσα στο θέαμα από πολλή μικρή ηλικία. Όλο το άγχος ήταν να καταλάβει και να αποβάλλει την υπερβολή που τη διέπει – εννοώ, έτσι όπως εμφανίζεται στις ”Κούκλες”. Άπαξ και συνειδητοποίησε ότι εμείς κάνουμε κάτι άλλο, κάτι εντελώς διαφορετικό, άρα έχουμε αυξημένες απαιτήσεις από την ίδια, όλα πήγαν ρολόι. Δεν είναι τυχαίο ότι προ ημερών, στην πρώτη πρόβα που παρακολούθησε ο συνθέτης μας, ο Στέφανος Χυτήρης, γύρισε και μου είπε: ”Μα, αυτή είναι καταπληκτική, σαν φασμπιντερική ηρωίδα”! Λίγο τα λόγια της ξεχνάει, είναι και αρκετά μεγάλος ο μονόλογος, αλλά όσο περνούν οι μέρες γίνεται ολοένα και αρτιότερη.
Αν σας ρωτούσα, γιατί η ίδια η Κουμαριανού επί σκηνής και όχι κάποιος άνδρας ή γυναίκα ηθοποιός;
Θεωρώ από κακόγουστο ως τρανσοφοβικό να κάνεις θέατρο τον βίο μιας τρανς και να μην παίζει μία τρανς. Δεν καταλαβαίνω δηλαδή γιατί μία γυναίκα τρανς δε μπορεί να είναι εξίσου καλή ως ηθοποιός. Να είστε σίγουροι, άμα η Εύα δεν ήθελε να το κάνει και απλά μου εμπιστευόταν τη ζωή της, θα επέλεγα μία άλλη ομόφυλή της για το δικό της ρόλο. Πόσο μάλλον που εδώ μία τρανς δεν έχει ”διακοσμητικό” ρόλο, όπως έχω δει σε άλλες παραστάσεις, αλλά πρωταγωνιστεί και παίρνει πάνω της όλο το έργο.
Το έργο αυτό προέκυψε μέσα από μία μεγάλη συνέντευξη που μου είχε παραχωρήσει η Εύα Κουμαριανού το 2011 για το περιοδικό ”Fagazine” που ”έτρεχαν” από τη Θεσσαλονίκη βασικά ο ακτιβιστής Γιώργος Τσιτιρίδης μαζί με τον Άρη Μπατσιούλα κι από την Αθήνα ο ηθοποιός και φωτογράφος Γιώργος Στριφτάρης. Εκείνη η συνέντευξη είχα καταλάβει από την πρώτη στιγμή, απ’ όταν μου μιλούσε η Εύα με το μαγνητοφωνάκι μπροστά της, πως ήταν στην πραγματικότητα ένας τέλειος θεατρικός μονόλογος, εξ ου και στον επίλογο την ευχαριστούσα που μου ”χάρισε” εν αγνοία της το πρώτο μου θεατρικό έργο. Το ενδεχόμενο μίας παράστασης με το έργο αυτό, τό’χα συζητήσει πέρσι με τον Μπόλλα, όταν γυρίζαμε τη μικρού μήκους ταινία ”Γράμματα στη Γερμανία”. Από κει και πέρα, έφτασε ο καιρός και πριν λίγους μήνες ξαναβρέθηκα με την Εύα, της το πρότεινα, το δέχτηκε και έτσι μπήκε το νερό στ’ αυλάκι. Σίγουρα, λοιπόν, το ότι εργάζομαι ως δημοσιογράφος έπαιξε μεγάλο ρόλο, όχι τόσο στη σκηνοθεσία του έργου, όσο στη συγγραφή του από μένα τον ίδιο.
Αλήθεια είναι πως οι συνεντεύξεις σας, ειδικά στη LIFO τα τελευταία χρόνια, είναι πολύ υψηλού επιπέδου. Θα κάνατε και κάποιο άλλο πρόσωπο, που είχατε την ευκαιρία να σας δώσει συνέντευξη, θεατρικό μονόλογο;
Αυτό ακριβώς εννοούσα όταν είπα παραπάνω πως έχω μονίμως διάφορα projects κατά νου. Ναι, σωστά καταλάβατε, θα μου άρεσε να κινηθώ προς αυτή την κατεύθυνση, αρκεί τα πρόσωπα – που λέτε – να ανήκουν στην προσωπική μου μυθολογία. Ιδέες υπάρχουν πολλές, υπάρχει όμως και η ευθύνη του σκηνοθέτη που πρέπει κάθε φορά να μην αρκείται σε μία στεγνή βιογραφικού τύπου παρουσία του εκάστοτε προσώπου επί σκηνής. Στο ”Την λένε Εύα”, ας πούμε, δεν εμφανίζονται μόνο η Εύα και ο Απόλλωνας, αλλά και ο Αναστάσιος Στέλλας, ένας εξαίρετος ηθοποιός και βαρύτονος της Όπερας Νέων. Δεν μου επιτρέπεται να πω περισσότερα για το τι ακριβώς κάνει, ωστόσο η συμμετοχή του ήταν ένα δικό μου εύρημα που άρεσε πολύ και στην Εύα.
Τη μουσική στο έργο ανάλαβε ο συνθέτης Στέφανος Χυτήρης, που μου άρεσε η δουλειά του, τόσο με τους Die Haken του ποιητή Νίκου Ερηνάκη, όσο και με το δικό του αμιγώς jazz project. Μη φανταστείτε ιδιαιτέρως ”μελωδικές” καταστάσεις. Ο Στέφανος έγραψε περισσότερο ηλεκτρονικές – ηλεκτρικές ατμόσφαιρες με ηχητικά samples που παρεμβαίνουν σε κάποια σημεία του μονολόγου της Εύας, εντείνοντας τα συναισθήματα της, θα έλεγα. Σίγουρα είναι μια μουσική έξω από κάθε εμπορική λογική, μα απόλυτα συμβατή με το περιεχόμενο του έργου. Από κει και πέρα, οι φωτισμοί είναι του Δημήτρη Θεοδωρόπουλου, μόνιμου συνεργάτη μου στον κινηματογράφο, τα σκηνικά – κοστούμια της Κικής Μήλιου, με την οποία συνεργαστήκαμε άψογα στα ”Γράμματα στη Γερμανία”, ενώ ως βοηθό έχουμε τον φοιτητή της Καλών Τεχνών, Θρασύβουλο Καλαϊτζίδη, στη δεύτερη συνεργασία μας μετά το ντοκιμαντέρ για την Γώγου. Τέλος, τις δημόσιες σχέσεις της παράστασης έχει αναλάβει η Άντζυ Νομικού.