Skip to main content

Σε ηλικία 74 ετών έφυγε από τη ζωή ο Νίκος Παναγιωτόπουλος, ένας από τους πλέον αναγνωρισμένους και αγαπημένους σκηνοθέτες του ελληνικού κινηματογράφου.
Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος, πέθανε σε ηλικία 74 ετών, λίγες εβδομάδες μετά την προβολή της νέας ταινίας του, «Η κόρη του Ρέμπραντ».

Νίκος Παναγιωτόπουλος

Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος γεννήθηκε στις 6 Νοεμβρίου 1941 1941 στη Μυτιλήνη. Η πρώτη του ταινία «Τα χρώματα της Ίριδος» (1974) ήταν η πιο απρόσμενη δημιουργία του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου.
Σπούδασε σκηνοθεσία κινηματογράφου στην Αθήνα και ξεκίνησε την καριέρα του ως βοηθός σκηνοθέτη σε ελληνικές αλλά και ξένες παραγωγές. Το 1960-1973 έζησε στο Παρίσι, όπου παρακολούθησε μαθήματα κινηματογράφου στο ινστιτούτο Φιλμολογίας της Σορβόνης. Την ίδια περίοδο συνήθιζε να περνά τον χρόνο του στην en:Cinémathèque Française, γαλλική ταινιοθήκη όπου κατέχει ένα από τα μεγαλύτερα αρχεία ταινιών στον κόσμο.
Το 1973 επέστρεψε στην Αθήνα, όπου έζησε και εργάστηκε έκτοτε. Πλάι του καθ’όλη την διάρκεια, η σύντροφός του Μαριάννα Σπανουδάκη, η οποία, ως ενδυματολόγος, συμμετείχε πιστά σε όλες του τις παραγωγές. Από το 1974 σκηνοθετούσε με ξεχωριστό αφηγηματικό στυλ, ταινίες που θεματικά προσεγγίζουν ζητήματα ερωτικής αυταπάτης και φθοράς των ανθρωπίνων σχέσεων. Ταινίες του έχουν συμμετάσχει σε διεθνή φεστιβάλ και έχουν τιμηθεί με σημαντικές διακρίσεις.

Ταινίες του έχουν συμμετάσχει σε διεθνή φεστιβάλ και έχουν τιμηθεί με σημαντικές διακρίσεις:

-Τα Χρώματα της Ίριδος (1974)

-Οι Τεμπέληδες της Εύφορης Κοιλάδας (1978)

-Μελόδραμα; (1981)

-Βαριετέ (1985)

– Η Γυναίκα που Εβλεπε τα Ονειρα (1988)

-Ονειρεύομαι τους Φίλους μου (1993)

-Ο Εργένης (1997)

-Αυτή η Νύχτα Μένει (1999)

-Beautiful People (2001)

-Κουράστηκα να Σκοτώνω τους Αγαπητικούς σου (2002)

– Delivery (2004)

-Αγρύπνια (2005)

-Πεθαίνοντας στην Αθήνα (2006)

-Αθήνα – Κωνσταντινούπολη (2008)

-Τα Οπωροφόρα της Αθήνας (2010)

-Δεσμά Αίματος (2012)

-Η Λιμουζίνα: κωμωδία παρεξηγήσεων (2013)

-Η Κόρη του Ρέμπραντ (2015)

 

Ακολουθεί αναδημοσίευση  συνέντευξης του σπουδαίου σκηνοθέτη στο ποντίκι 

Περισσότερα στο http://www.topontiki.gr/article/9751/nikos-panagiotopoylos

Συνέντευξη στον Γιώργο Κρασσακόπουλο

Σπούδασε στο Παρίσι, αλλά του ήταν αδύνατο να «ξεφύγει» από την Ελλάδα, ξεκίνησε ως βοηθός σε ταινίες του παλιού «καλού» ελληνικού σινεμά, για να χτίσει από την πρώτη κι όλας του ταινία τα «Χρώματα της Ίριδας» τη δική του κινηματογραφική διάλεκτο. Κι αν οι ταινίες του έχουν διαγωνιστεί και βραβευτεί στα μεγαλύτερα φεστιβάλ του κόσμου, ο ίδιος επιμένει ότι κάνει φιλμ για την «επιφάνεια» των πραγμάτων και «παίρνει το μέρος της ζωής» αντί γι’ αυτό της τέχνης. Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος ποτέ δεν φοβήθηκε τις αντιθέσεις, ποτέ δεν δίστασε να πει τη γνώμη του «ακόμη κι αν πολλοί με έχουν αποκαλέσει τρελό» όπως λέει, ποτέ δεν ακολούθησε κανέναν κανόνα στο πώς να κάνει τις ταινίες του εκτός από το όραμά του. Κάτι που κάνει και στα «Οπωροφόρα της Αθήνας», το καινούριο του φιλμ που προβάλλεται σε λίγες μέρες στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας Νύχτες Πρεμιέρας ConnX και βγαίνει στις αίθουσες στις αρχές του Οκτώβρη. 

Πριν μιλήσουμε για την ταινία, ας ξεκινήσουμε «Από τον Κάδο των Αχρήστων», το πρώτο σου βιβλίο που κυκλοφόρησε λίγο καιρό πριν. Πώς αποφάσισες να καταγράψεις τις αναμνήσεις, τις αναφορές σου, ουσιαστικά την ίδια σου τη ζωή μέσα από το σινεμά; 

Ν.Π.: Χρόνια με παρακαλούσε ο Μισέλ Φάις να γράψω ένα βιβλίο, αυτός είχε μεγαλύτερη βεβαιότητα από μένα ότι μπορώ να το κάνω. Τελικά δεν ήταν καθόλου δύσκολο. Ίσως επειδή με ενδιέφερε περισσότερο η αλήθεια από τη λογοτεχνική αξία. Μου πήρε λιγότερο από μήνα. Κι όταν το τελείωσα δεν το κοίταξα δεύτερη φορά.

Πόσο διαφορετικό ήταν από το γράφεις ένα σενάριο για μια ταινία; 

Ν.Π.: Το βιβλίο μού φάνηκε παιχνιδάκι. Αλλά εμένα δεν μου αρέσει να γράφω σενάρια. Θα ήμουν ευτυχής αν κάθε χρόνο κάποιος μου έφερνε ένα σενάριο που θα το έβρισκα καταπληκτικό κι απλά θα το γύριζα. Βρίσκω τη συγγραφή την πιο άχαρη φάση στη δημιουργία μιας ταινίας. Εγώ ζω για το γύρισμα. Όλα τα άλλα στα χαρίζω. Θα μπορούσα να είμαι κάθε μέρα στο πλατό. Θα μου άρεσε να περνά η ζωή μου έτσι, να κάνω ταξίδια πάνω σε μια κινηματογραφική μηχανή, να τρώω σε πλαστικά πιάτα, να είμαι συνέχεια στο δρόμο.

Είναι τόσο γοητευτικά τα γυρίσματα; Θα περίμενε κανείς πως είναι γεμάτα κούραση και άγχος. 

Ν.Π.: Μπορεί να είναι κι έτσι, αλλά το μαγικό είναι, ότι εκτός από μια ταινία, στη διάρκεια του γυρίσματος σκηνοθετείς την ίδια τη ζωή. Είναι σαν να μεταφέρεις την ατμόσφαιρα του σινεμά στην πραγματικότητα. Σαν να ζεις μέσα σε ένα έργο.

Η επιθυμία σου να σκηνοθετήσεις τη δική σου ζωή λοιπόν σε οδήγησε να κάνεις ταινίες;

Ν.Π.: Η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω… Η καταγωγή της επιθυμίας είναι ένα σκοτεινό πράγμα. Δεν νομίζω ότι μπορείς να την ανακαλύψεις, αλλά έχω την εντύπωση ότι τα υπόγεια φταίνε, αυτά με φέρανε στον χώρο της τέχνης. Το υπόγειο του κινηματογράφου Άστυ, όπου γίνονταν οι προβολές της ταινιοθήκης της Ελλάδας και το υπόγειο του Κουν. Ήταν δυο χώροι που αισθανόσουν μια ιερότητα κατεβαίνοντας σε αυτούς.

Τα «Οπωροφόρα της Αθήνας» πώς προέκυψαν;

Ν.Π.: Διάβασα το βιβλίο του Σωτήρη Δημητρίου και το βρήκα εξαιρετικά διασκεδαστικό. Εντελώς διαφορετικό απ’ ό,τι είχε κάνει μέχρι τότε. Μου θύμισε κάτι από Κούντερα, κάτι από Μούζιλ, ένα βιβλίο όπου η θεωρία μπλεκόταν με την αφήγηση. Η στρατηγική της αφήγησης ήταν μέρος της. Αυτό το μπλέξιμο είναι κάτι που με κεντρίζει πάντα, κι εδώ το βρήκα έτοιμο. Και παρότι όλοι μου έλεγαν ότι το βιβλίο δεν μπορεί να μεταφερθεί στο σινεμά αποφάσισα να το κάνω μια και είμαι πνεύμα αντιλογίας.

Σκέφτηκες να συνεργαστείς με τον συγγραφέα στη μεταφορά του στην οθόνη; 

Ν.Π.: Πριν του τηλεφωνήσω να του πω την ιδέα μου δεν γνωριζόμαστε καν. Όταν συναντηθήκαμε, του εξομολογήθηκα ότι μου αρέσουν πολύ τα βιβλία. Πιο πολύ κι από το σινεμά. Θα μπορούσα να ζήσω χωρίς ταινίες, αλλά όχι χωρίς βιβλία. Κι εκείνος μου είπε ότι νιώθει ακριβώς το αντίθετο. Του ζήτησα λευκή κάρτα για να επέμβω στο βιβλίο του, αλλά δεν χρειαζόταν. Ο ίδιος μου είπε ότι το να το δει μεταφρασμένο σε εικόνες ήταν μια σκέψη που έβρισκε ιδιαίτερα πληκτική. Προτιμούσε να δει κάτι που ακόμη κι αν δεν του αρέσει, τουλάχιστον θα τον εξέπληττε.

Μιλώντας για εκπλήξεις, έχει στ’ αλήθεια τόσα πολλά φρούτα η Αθήνα που να αξίζουν ένα βιβλίο και τώρα μια ταινία;

Ν.Π.: Θα εκπλαγείς. Εγώ τώρα που τα ανακάλυψα θα σταματήσω να αγοράζω από το μανάβη. Στη γειτονιά μου μόνο, έχουμε μια μανταρινιά, ο δρόμος είναι γεμάτος μουσμουλιές και διασκορπισμένες στην πόλη βρίσκεις ροδιές, φραγκόσυκα, πολλές συκιές στα νεοκλασικά, ακόμη βερικοκιές. Απλώς δεν τα προσέχουμε. Ο Σοφοκλής λέει «ό,τι θέλεις το βρίσκεις, ό,τι δεν ζητάς ξεφεύγει…».

Για να γνωρίζεις τόσο καλά τη χλωρίδα της πόλης υποθέτω ότι την περπατάς.

Ν.Π.: Πολύ. Είμαι φανατικός της πόλης και των διαδρομών της. Και μάλιστα του κέντρου της. Δεν νομίζω ότι θα μπορούσα να ζήσω ποτέ σε προάστιο. Και ναι, βλέπω τα φρούτα της στα δέντρα, αλλά και πολλούς ανθρώπους «φρούτα» στον δρόμο. Κι εκεί πρέπει να έχεις οξυμένο το βλέμμα σου για να μπορέσεις να τους δεις. Δίνουν κι αυτοί τη νοστιμιά τους στον τόπο. Υπάρχουν άνθρωποι που βλέπω καθημερινά, που τους συναντώ στη διαδρομή μου, μάλιστα ο χαρακτήρας του Νίκου Κουρή στο φιλμ είναι κλεμμένος από έναν άνθρωπο που πολλοί απ’ όσους κυκλοφορούν στο κέντρο θα αναγνωρίσουν.

Και η Αθήνα μοιάζει ιδανική πρωταγωνίστρια στις τελευταίες ταινίες σου. Εδώ ποια πλευρά της κοιτάζεις; 

Ν.Π.: Νομίζω ότι είναι η πόλη των Οπωροφόρων, είναι το αντίθετο αυτής του Delivery, μια φωτεινή, νοσταλγική Αθήνα, μια Αθήνα της παιδικής μου ηλικίας ίσως. Στο βιβλίο του Σωτήρη Δημητρίου αυτό που με άγγιξε πιο πολύ είναι μια αίσθηση παιδικότητας, αθωότητας. Και αυτό προσπάθησα να πετύχω και στην ιστορία και στους χώρους που διάλεξα και στην κινηματογράφηση. Έκανα πράγματα για πρώτη φορά, πράγματα που δεν είχα δοκιμάσει ποτέ.

Όπως; 

Ν.Π.: Εγώ είμαι μανιακός της τελειότητας της εικόνας, αλλά εδώ θέλησα να αφήσω τα πράγματα πιο «χύμα», ήθελα να βγουν οι χυμοί της ιστορίας στην οθόνη. Δεν ήθελα τίποτα να είναι καλλιγραφικό. Και νομίζω τα κατάφερα. Ο Δημητρίου μου είπε ότι είναι μια ευφρόσυνη ταινία. Ένας χαρακτηρισμός που μου φαίνεται πολύ ταιριαστός.

Θα έλεγες ότι η ευφροσύνη της αντικατοπτρίζει τον χαρακτήρα σου; 

Ν.Π.: Εγώ είμαι ένας χαρούμενος πεσιμιστής. Στο βάθος είμαι ένας άνθρωπος που δεν πιστεύω σε τίποτα. Αλλά αυτό δεν με εμποδίζει να περνώ την καθημερινή μου ζωή ευφρόσυνα και χαρούμενα. Κι ας ξέρω ότι αυτό που μας περιμένει είναι κάτι κοινό και σκανδαλώδες.

Μιλάς υποθέτω για την «κρίση». Είναι όλα τόσο μαύρα όσο νομίζουμε; 

Ν.Π.: Ίσως και περισσότερο, αλλά πιστεύω ότι όταν τα πράγματα φτάσουν στο μη περαιτέρω, κάτι θα ξυπνήσει. Υπάρχει ένα πρόβλημα τεράστιο, αλλά ίσως χρειάζεται κάτι τόσο σοβαρό για να κάνει τους ανθρώπους να σκεφτούν. Γιατί δεν νομίζω ότι μέχρι τώρα σκεφτόμασταν κανονικά. Ναι, η κρίση μάς βάζει τον έναν απέναντι στον άλλο και όλους μαζί απέναντι σε μια σκοτεινή προοπτική, αλλά δεν θα είναι το τέλος μας. Η Ελλάδα έχει περάσει πολύ πιο δύσκολες εποχές. Αυτή ίσως είναι μια ευκαιρία να αλλάξουν τα μυαλά μας. Πάρτε για παράδειγμα το Κέντρο Κινηματογράφου. Μου χρωστούν ακόμη χρήματα, αλλά όταν τα ζητάω η απάντησή τους είναι ότι δεν υπάρχουν. Αυτό με κάνει να σκεφτώ: όταν ο πρωθυπουργός πάει να πάρει τον μισθό του του λένε επίσης δεν υπάρχουν χρήματα; Γιατί αν εκείνος παίρνει τον μισθό του, τα πράγματα είναι πολύ άσχημα. Όταν λέμε ο πολίτης πρώτα, δεν μπορεί ο πρωθυπουργός να παίρνει τα λεφτά του κι εμείς όχι. Αν είναι έτσι, ο πρωθυπουργός θα πρέπει να παραιτηθεί.

Ασφαλώς όμως η κρίση δεν εξαντλείται στην οικονομική της πλευρά.

Ν.Π.: Κάθε άλλο. Νομίζω ότι είναι βαθιά πολιτιστική, αλλά και πάλι έχει να κάνει με το οικονομικό. Έχουμε φτάσει να βάζουμε τα λεφτά υπέρ πάντων. Δεν μπορεί να μην υπάρχουν αξίες, δεν μπορεί το χρήμα να είναι η μόνη αξία μας. Αν το χρήμα είναι αξία, τότε φοβάμαι ότι όλα επιτρέπονται. Χτες στις ειδήσεις μίλαγαν για τον καύσωνα και ο μόνος λόγος που το έκαναν ήταν για να δείξουν στο ρεπορτάζ τους κώλους των γυναικών με μαγιό από την παραλία.

Μάλλον θα έβλεπες τις ειδήσεις του Star.

Ν.Π.: Όχι. Δυστυχώς δεν αφορά στο Star μόνο και αυτό με κάνει να ντρέπομαι. Ντρέπομαι να βλέπω τηλεόραση, να διαβάζω εφημερίδες, να ακούω ειδήσεις. Είναι δυνατόν αυτή την εποχή, να ψάχνουμε ακόμη αφορμές για να δείξουμε στην τηλεόραση κώλους γυναικών; Αυτή είναι η πραγματικότητα του 21ου αιώνα; Αν ναι, δεν αξίζει τον κόπο.

Ευτυχώς δεν είναι τα πάντα στην Ελλάδα έτσι.

Ν.Π.: Η Ελλάδα είναι και μια χώρα περίεργη, είμαστε ένας μπερδεμένος λαός. Ζούμε μια σχιζοφρένεια, έχουμε την καρδιά μας στην Ανατολή αλλά στέλνουμε τα παιδιά μας να σπουδάσουν στη Δύση. Εκεί νομίζουμε ότι έχουμε το συμφέρον μας αλλά η καρδιά μας είναι αλλού. Γι’ αυτό τα παιδιά που σπουδάζουν στο Χάρβαρντ επιστρέφουν πίσω σε μια χώρα όπου ξέρουν ότι δεν υπάρχει αξιοκρατία κι όπου πιθανότατα δεν θα τους αναγνωρισθεί τίποτα. Αυτό δεν είναι αξιοπερίεργο;

Όμως κι εσύ, αν κι έφυγες στο εξωτερικό, γύρισες πίσω. 

Ν.Π.: Εγώ απεχθάνομαι την Ευρώπη. Έχω ζήσει πολλά χρόνια στη Γαλλία, ξέρω πολύ καλά τι είναι η Ευρώπη και αποφάσισα να γυρίσω. Και μετά από χρόνια ήρθε η Ευρώπη και με βρήκε εδώ. Δεν γλίτωσα…

Δεν προβληματίστηκες καθόλου για το αν πρέπει να γυρίσεις; 

Ν.Π.: Ποτέ, εκτός ίσως από την αρχή, κάτι που είναι φυσικό όταν είσαι είκοσι χρονών. Αλλά πρέπει να είσαι πολύ ηλίθιος για να μην καταλάβεις ότι η έκφραση «πόλις του φωτός» αναφέρεται στο ότι εκεί ανάβουν τα φώτα από νωρίς για να βλέπουν κι όχι σε οτιδήποτε άλλο. Ο Μαρκές λέει ότι η Ευρώπη έχει έναν πολιτισμό βασισμένο στην τσιγκουνιά. Όταν ήμουν στο Παρίσι νοίκιαζα ένα δωμάτιο που ήταν σαν τρίφυλλη ντουλάπα, μόνο οι Ευρωπαίοι θα μπορούσαν να νοικιάζουν κάτι τέτοιο σε έναν φοιτητή. Αυτόν τον πολιτισμό τον έχω ζήσει και δεν τον θέλω.

Κι όμως η πλειοψηφία των ελλήνων καλλιτεχνών ονειρεύονται μια καριέρα στο εξωτερικό.

Ν.Π.: Εγώ δεν είμαι τόσο φιλόδοξος, το να δώσω ενέργεια από τον εαυτό μου να τροφοδοτήσω τη φιλοδοξία μου μού φαίνεται εντελώς ηλίθιο. Για μένα η πατρίδα μου, αυτή η μικρή «τριτοκοσμική» χώρα, αρκεί για να καλύψει όλες μου τις φιλοδοξίες. Αλλά εδώ, αν ένας Βέλγος γράψει μια καλή κουβέντα για μια ελληνική ταινία, θα το γράψουν όλες οι εφημερίδες. Γιατί; Είναι καλύτερος ο Βέλγος κριτικός από τον Μπακογιαννόπουλο; Ναι είναι ένα ελληνικό σύμπλεγμα, ίσως κι εγώ όταν έφυγα από την Ελλάδα εξαιτίας αυτού του συμπλέγματος έφυγα. Όμως πρέπει πια να το ξεπεράσουμε, να αντιληφθούμε ότι αυτός ο πολιτισμός είναι πεθαμένος πλέον. Γι’ αυτό λέγεται και Δύση. Κάτι δύει εκεί.

Και γυρίζοντας στην Ελλάδα τι σε περίμενε; 

Ν.Π.: Αυτό που συνάντησα γυρίζοντας ήταν ο φθόνος. Είναι ένα προπατορικό αμάρτημα ο φθόνος κι ένα αίσθημα που μπορεί να σε εμποδίσει από το να κάνεις οτιδήποτε.

Θα έλεγες ότι έχουν αλλάξει τα πράγματα από τότε; 

Ν.Π.: Όχι στ’ αλήθεια, αλλά κοιτάζοντας τον χώρο του σινεμά τώρα, βλέπω μια ομάδα από νέα παιδιά που πέρα από το ταλέντο ή την αξία τους, πέρα από το τι ταινίες κάνουν, θαυμάζω κυρίως την αλληλεγγύη τους.

Κάτι που έλειπε από τη δική σου γενιά; 

Ν.Π.: Εμείς ήμασταν τελείως διαφορετικοί. Όμως, αν εγώ κάνω μια καλή ταινία, δεν σημαίνει ότι εσύ δεν μπορείς να κάνεις μια εξίσου καλή. Οι νέοι σκηνοθέτες σήμερα δεν έχουν ευτυχώς αυτή την αντίληψη. Όσο για μας, αυτό που μας ένωνε ήταν ένα αίσθημα εναντίον του κυρίαρχου ελληνικού κινηματογράφου. Που ήταν κάτι πολύ χυδαίο. Όταν εμείς γυρίζαμε αυτά τα αίσχη, έξω γίνονταν κοσμογονίες. Η Νουβέλ βαγκ, το τσίνεμα νόβο, το φρι σίνεμα, οι ταινίες του Αντονιόνι… κι εδώ κάναμε το «Η Κόρη μου Η Σοσιαλίστρια». Μην κοιτάς που τώρα η τηλεόραση νεκρανάστησε εκείνες τις ταινίες και τους έδωσε αξία. Αυτά τα σκουπίδια ονομάζουμε «παλιό καλό ελληνικό κινηματογράφο» και έχουμε καταντήσει να λέμε ατάκες από εκείνες τις ταινίες, ακόμη και οι πολιτικοί στη Βουλή. Τι ντροπή…

Κι όμως τώρα, παρά τις οικονομικές δυσκολίες και τις αντίξοες συνθήκες στο σινεμά, κάτι κινείται. 

Ν.Π.: Τώρα ναι, κάτι πάει να γίνει, αλλά κι εδώ υπάρχει κίνδυνος. Η τεχνολογία βοηθάει στο να κάνεις ταινίες αλλά και η ευκολία είναι επικίνδυνο πράγμα. Το πιο απλό πράγμα είναι να πάρεις ένα μολύβι και χαρτί και να γράψεις ένα ποίημα, αλλά εδώ και τόσα χρόνια δεν έχω διαβάσει ένα καλό ποίημα. Τώρα μπορείς να γυρίσεις ένα φιλμ με ελάχιστα χρήματα, μπορείς να αλλάξεις το μοντάζ μιας σκηνής στο κομπιούτερ σου με άπειρους τρόπους, όμως αυτή η ευκολία σε αποπροσανατολίζει, η δυνατότητα πολλών επιλογών σού στερεί την κρίση. Πολλές επιλογές ίσον καμία. Η ευκολία σε οδηγεί σε μια παγίδα. Είναι όπως οι ωραίες γυναίκες: επειδή έχουν την απόλυτη επιλογή, στο τέλος καταλήγουν να παντρεύονται έναν μαλάκα…

fb-share-icon2000
Tweet 2k
error: Content is protected !!